ΕΠΙΛΟΓΟΣ


Μεσα από τούτο το βιβλίο θα ήθελα να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στους προγόνους μας, Θρακιώτες και Πόντιους που αφήνοντας χωρίς να το επιθυμούν την πατρώα γη είχαν το κουράγιο και την δύναμη να θεμελιώσουν, μέσα σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, τη νέα τους ζωή στη γη του Μαγικού του Δήμου Βιστονίδας Ξάνθης.
Στους ανθρώπους αυτούς που μετέτρεψαν τη θλίψη σε ενέργεια, το χτύπημα της μοίρας σε γροθιά στο τραπέζι, τις κραυγές απελπισίας σε αναστάσιμο τροπάριο.
Σ' όλους αυτούς που με τη θέλεσή τους για προκοπή, την πίστη τους στους καρπούς που αργά ή γρήγορα ο αγώνας ο καλός φέρνει και προπάντων με την αφάπη τους στη πατρίδα, καθαγίασαν την ψυχή τους αποτελώντας πρότυπο ειλικρινών αγωνιστών της ζωής για όλους εμάς και τους απογόνους μας.
Απόστολος Γρηγοριάδης , Απρίλιος 2006 - Μαγικό Δήμος Βιστονίδος Ξάνθης


Μπορείτε να βρείτε περισσσότερα και σε νέα μορφή το ιστολόγιο στις παρακάτω διευθύνσεις:
ΜΑΓΙΚΟ ΞΑΝΘΗΣ   (νέα μορφή https://magikoxanthis.wordpress.com/)
Ανέκδοτα Ποντιακά    (νέο βιβλίο 2019 anekdotapontiaka.wordpress.com) 

ΤΑ ΕΘΙΜΑ

Α. Ο ΓΑΜΟΣ

Τα έθιμα των δύο κοινοτήτων, Θρακιωτών και Ποντίων, παρουσιάζουν κάποιες διαφορές, όμως θα γίνει μια προσπάθεια να παρουσιαστούν παράλληλα, όπως παράλληλα πορεύτηκαν οι δύο κοινότητες όλες αυτές τις δεκαετίες.

Στο κορυφαίο κοινωνικό γεγονός του γάμου, συμμετείχε συνήθως όλο το χωριό. Το κάλεσμα γινόταν όχι με προσκλητήρια όπως σήμερα, αλλά συγγενείς των μελλονύμφων περνούσαν από τα σπίτια και με ένα μπουκάλι ούζο και κερνούσαν τους νοικοκυραίους, προσκαλώντας τους στο γάμο. Οι καλεσμένοι μαζεύονταν από το προηγούμενο βράδυ στο σπίτι του γαμπρού ή της νύφης, όπου υπήρχαν όργανα και στήνονταν γλέντι και χορός. Από το σπίτι του γαμπρού ξεκινούσε ο κουμπάρος μαζί με συγγενείς του γαμπρού και πήγαιναν στη νύφη το νυφικό και τα υπόλοιπα δώρα, τα οποία τα χορεύανε και μετά τα παραδίδανε στη νύφη. Εκείνη τους έδινε τα δώρα του γαμπρού τα οποία και τα πηγαίνανε με το ίδιο τρόπο πίσω στο σπίτι του γαμπρού. Οι μελλόνυμφοι εξάλλου, δεν επιτρεπόταν να συναντηθούν για μια βδομάδα πριν το γάμο και αν τύχαινε και πήγαινε ο γαμπρός από το σπίτι της νύφης, εκείνη την εβδομάδα, οι συγγενείς της τον μουντζούρωναν στο πρόσωπο.

Την μέρα του γάμου που ήταν πάντα Κυριακή, στα δύο σπίτια των μελλόνυμφων μαζεύονταν οι συγγενείς και οι φίλοι. Στο σπίτι του γαμπρού, έβαζαν ένα ταψί στα πόδια του και με τη συνοδεία μουσικής περνούσαν οι συγγενείς και του ευχόντουσαν, ρίχνοντας χρήματα στο ταψί. Αφού ετοιμαζόταν ο γαμπρός, ξεκινούσαν με τα όργανα, περνούσαν και από σπίτια στενών συγγενών και όλοι μαζί έφταναν χορεύοντας στο σπίτι της νύφης. Ο κουμπάρος έπρεπε να μπει μέσα στο σπίτι για να παραλάβει τη νύφη, όμως τον εμπόδιζαν συνήθως οι φίλες της νύφης, που ζητούσαν χρήματα ή να τους τάξει κάποιο δώρο για να τον αφήσουν να περάσει.

Έξω από το σπίτι, στο κάρο του γαμπρού που ήταν καθαρό και στολισμένο φορτωνόταν η προίκα της νύφης. Τα βόδια είχαν στα κέρατά τους λευκά μαντήλια, όπως σήμερα στολίζουμε τα αυτοκίνητα. Τα κορίτσια κουβαλούσαν και φόρτωναν στο κάρο ένα ένα τα προικιά, απόδειξη του πόσο προκομμένη ήταν η νύφη, αφού τα περισσότερα τα είχε υφάνει, πλέξει, ράψει ή κεντήσει μοναχή της. Ο γαμπρός στους Θρακιώτες, χωρίς να δει τη νύφη, έριχνε στην ποδιά της πεθεράς του χρήματα και αμέσως μετά έφευγε τρέχοντας για την εκκλησία μαζί με τον παράγαμπρό του (συνήθως κάποιος στενός φίλος ή συγγενής), αφού όσοι τους προλάβαιναν τους χτυπούσαν στην πλάτη. Εκεί περίμενε να έρθει η νύφη για να γίνει η στέψη. Στους πόντιους δεν έφευγε, αλλά περίμενε να παραλάβει τη νύφη από το σπίτι της για να την οδηγήσει στην εκκλησία.

Όταν ετοιμαζόταν η νύφη, έβγαινε στην πόρτα του σπιτιού της, όπου αποχαιρετούσε την οικογένειά της. Ανάλογα με την καταγωγή της, παιζόταν και το αντίστοιχο τραγούδι. Οι Θρακιώτες έλεγαν με τη συνοδεία του κλαρίνου και του βιολιού το «Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα αποχωρίζεται μάνα απ’ τη θυγατέρα», ενώ οι Πόντιοι με τη συνοδεία της λύρας έλεγαν το «φορέστε την σκεπάστε την και μεις αληγορούμε, το σπιτνα’ς εν πολύ μικρόν, απές πα κε χωρούμε» και το «άφη κόρην τον κύρην σου και πείσον άλλον κύρην, άφη κόρην την μάναν σου και πείσον άλλην μάνα, άφη κόρην τ’ αδέλφια σου και πείσον άλλαν αδέλφια». Τότε συνήθως ο αποχαιρετισμός συνοδεύονταν και από πολλά δάκρυα αφού ουσιαστικά η κόρη δεν θα επέστρεφε πια πίσω στο σπίτι της παρά μόνο ως επισκέπτρια.

Ξεκινούσε λοιπόν η πομπή από το σπίτι της νύφης και με τη συνοδεία των οργάνων και χορεύοντας, έφταναν στην εκκλησία όπου τελούνταν το μυστήριο του γάμου. Αμέσως μετά, οι φίλοι του κουμπάρου τον σήκωναν στα χέρια τους μέσα στην εκκλησία και την τρυπούσαν με καρφίτσες μέχρι να τους τάξει δώρο, που ήταν συνήθως να τους κάνει ένα τραπέζι.

Το γαμήλιο γλέντι συνεχιζόταν στο σπίτι του γαμπρού όπου στολίζανε την προίκα της νύφης, στρώνονταν τα τραπέζια με τη βοήθεια όλης της γειτονιάς και έπαιζαν τα όργανα. Ο χορός διαρκούσε ώρες πολλές και μάλιστα στους πόντιους, έπρεπε να ξημερώσει η Δευτέρα για να διαλυθεί το γλέντι (μέχρι να ’μερόν ), έπρεπε οι νεόνυμφοι να μην κοιμηθούν εκείνο το βράδυ. Όταν πια είχαν όλοι κουραστεί από το χορό και άρχιζαν τα μουχαμπέτια (οι κουβέντες), ο λυράρης έλεγε το: «τίμα κόρη τον πεθερό’ς, ασόν κύρη’ς καλλίον, τίμα κόρη την πεθερά’ς, ασήν μάνα’ς καλλίον, ΄τιμα κόρη τ’αντραδέλφια’ς, ας’ αδέλφια’ς καλλίον».

Ο ποντιακός γάμος τελείωνε με το χορό «κοτσανγκέλ», τον οποίο χόρευαν επτά πρωτοστεφανωμένα ζευγάρια και ο κουμπάρος εάν ήταν ελεύθερος, ειδάλλως ένας άλλος ανύπαντρος συγγενής ή φίλος του γαμπρού που λεγόταν «το τεκ» (ο μονός). Τον χορό αυτό έπρεπε να τον χορέψουν επτά κύκλους ακριβώς και αμέσως μετά τελείωνε το γλέντι. Πολλές φορές το γλέντι μπορεί να διαρκούσε και την επόμενη ή και τη μεθεπόμενη μέρα.

Β. ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

Τα κάλαντα, ήταν μια ευκαιρία για όλα τα παιδάκια να εξασφαλίσουν κάποιο φιλοδώρημα και λεγόταν αρκετές φορές το χρόνο.

Την παραμονή των Χριστουγέννων, μόλις σουρούπωνε, τα παιδιά χωρισμένα σε παρέες πήγαιναν σε όλα τα σπίτια του χωριού και έψελναν τα κάλαντα. Οι Θρακιώτες έλεγαν το «Καλήν εσπέραν άρχοντες…», ενώ οι Πόντιοι το «Χριστός γεννέθεν χαράν σον κόσμον…» ή το «Άναρχος Θεός καταβέβηκεν…». Τα φιλοδωρήματα στα κάλαντα, ήταν πολύ σπάνια χρήματα. Συνήθως έδιναν κανένα φρούτο, ξερά σύκα και χαρούπια (ξυλοκέρατα).

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι Θρακιώτες έλεγαν το «Αρχιμηνιά κι’αρχιχρονιά», ενώ οι Πόντιοι είχαν το έθιμο του καραβιού. Τα παιδιά ξεκινούσαν μέρες πριν και έφτιαχναν ένα ξύλινο σκελετό καραβιού, μήκους περίπου δύο μέτρων, που τον στόλιζαν με μπλε κόλλες χαρτιού και πολύχρωμες σερπαντίνες. Έμπαινε ένα παιδί που εναλλασσόταν, μέσα στο καράβι και το κουβαλούσε, ενώ ένα άλλο κρατούσε ένα κουτάκι για τα φιλοδωρήματα. Γυρνούσαν σε όλα τα σπίτια και έλεγαν το παρακάτω τραγούδι:
« Δώδεκα ευζωνάκια, τ’απόφασίσανε,
Στον πόλεμο να πάνε Παναγιά μου, να πολεμήσουνε
Στον δρόμο που πηγαίναν, στη μαύρη Θάλασσα
Βαριά φουρτούνα πιάνει Παναγιά μου, ξεσκίζει τα πανια….»
Το έθιμο αυτό ατόνησε από τη δεκαετία του 1950 και μετά και σταδιακά όλα τα παιδάκια έψελναν το «Αρχιμηνιά κι’ αρχιχρονιά» ή το:
«Ήρθε πάλι νέο έτος, εις την πρώτη του μηνός,
ήρθα να σας χαιρετήσω, δούλος σας ο ταπεινός.
Ο Βασίλειος ο Μέγας, να’ ναι πάντα βοηθός
Και στην οικογένεια σας, να ‘ναι και θαυματουργός.
Τα παιδία στο σχολείο, να πηγαίνουν ταχτικά,
Να μαθαίνουν βήτα ζήτα, της πατρίδος τα λοιπά.
Έχω κι’ άλλα να σας πω, μα δεν έχουμε καιρό
Σας αφήνω καληνύχτα, και του χρόνου με καλό»

Την παραμονή των Φώτων, όλα τα παιδάκια έλεγαν το «Σήμερα τα Φώτα κι’ οι Φωτισμοί και χαρά μεγάλοι και αγιασμοί…», ενώ ανήμερα τα Φώτα, μετά τον αγιασμό των Υδάτων τα παιδιά που είχαν πιάσει το Σταυρό, τον γυρνούσαν στο χωριό ψέλνοντας το τροπάριο « Εν Ιορδάνη βαπτιζομένον σου Κύριε…» και μάζευαν χρήματα για την εκκλησία, από τα οποία κρατούσαν κάποιο φιλοδώρημα.

Αξίζει να σημειωθεί πως στους Θρακιώτες, σε όλα τα παραπάνω κάλαντα δεν συμμετείχαν τα κοριτσάκια αλλά μόνο τα αγόρια. Τα κοριτσάκια των Θρακιωτών έλεγαν μόνο τα κάλαντα του Λαζάρου. Ετοίμαζαν από βραδύς το «Λάζαρο», στόλιζαν δηλαδή μια σκούπα με παιδικά ρουχαλάκια και της έφτιαχναν πρόσωπο. Το επόμενο πρωί, Σάββατο του Λαζάρου, ξυπνούσαν νωρίς και γυρνούσαν με το «Λάζαρο» στα σπίτια τραγουδώντας :
«Ήρθε ο Λάζαρος, Ήρθαν τα Βάγια, Ήρθε κ’ η Κυριακή που τρων τα ψάρια,
Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι, ήρθε η μάνα σου από την Πόλη…»
Το φιλοδώρημά τους, ήταν τα αβγά τα οποία μάζευαν σε καλαθάκια.

Τα παιδιά των Ποντίων από την άλλη μεριά, αγόρια και κορίτσια, γυρνούσαν ανήμερα των Βαΐων, μετά τη θεία λειτουργία και τραγουδούσαν το «Βάγιο, βάγιο το βαγιό, τρώω ψάρι και κολιό και την άλλη Κυριακή, τρώω κόκκινο αβγό» και μάζευαν αβγά στα στολισμένα με βάγια καλαθάκια που κρατούσαν.

Γ. Η ΠΙΤΑ ΜΕ ΤΟ ΑΜΙΛΗΤΟ ΝΕΡΟ

Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, οι Θρακιώτισσες σηκωνόταν από τα χαράματα και πήγαιναν με τη στάμνα και έφερναν νερό από τα πηγάδια. Στη διαδρομή δεν έπρεπε να μιλήσουνε σε κανέναν. Με το νερό αυτό, ζήμωναν ζυμάρι και από αυτό έφτιαχναν μια κουλούρα και επίσης έπλαθαν την Πρωτοχρονιάτικη τυρόπιτα. Την κουλούρα την έσπαζαν στα κέρατα του ζευγαριού με το οποίο καλλιεργούσαν τα χωράφια τους για να είναι δυνατά και τυχερά, ενώ στην τυρόπιτα έβαζαν «σημάδια» και το φλουρί. Την τυρόπιτα την έκοβαν και σε άλλον τύχαινε το φλουρί, σε άλλον το αμπέλι, οι κότες, τα στάρια, τα καπνά και τα ζώα. Κάθε μέλος της οικογένειας, συνήθως τύχαινε και από κάτι και ανάλογα με το πώς θα πήγαινε η σοδειά ή αν τα ζώα ήταν καλά, χαρακτηριζόταν τυχερός αυτός που τα είχε τύχει στην πίτα.

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Οι σχέσεις μεταξύ των Θρακιωτών και των Ποντίων προσφύγων, δεν ήταν αρχικά και οι καλύτερες. Για την ακρίβεια θα μπορούσαν να παρομοιαστούν με εκείνες μεταξύ αλλοεθνών. Παρόλο που αντιμετώπιζαν τα ίδια τραγικά προβλήματα επιβίωσης και είχαν περάσει την ίδια τραγωδία συνήθιζαν να αλληλοκοροϊδεύονται. Οι Θρακιώτες έλεγαν τους πόντιους «λαζοί-χαζοί» και οι Πόντιοι ανταπέδιδαν με τις λέξεις «Μολντοβάνοι» και «Ποτουρλίδες» (ποτούρλια λέγονταν οι παραδοσιακές θρακιώτικες βράκες).

Είναι εντυπωσιακό ότι μέσα στην φτώχια, την ανέχεια και τα αμέτρητά τους προβλήματα, συχνά μάλωναν και με το παραμικρό. Χωριζόταν σε δύο στρατόπεδα, χωρίς να εξετάσουν όλες τις διαστάσεις του όποιου περιστατικού και να επιπλήξουν τον τυχόν φταίχτη. Χαρακτηριστικά τα παιδιά έπαιζαν πετροπόλεμο χωρισμένα σε δύο παρατάξεις, τους Θρακιώτες και τους Πόντιους, παρόλο που αυτά συναναστρέφονταν περισσότερο μεταξύ τους στο σχολείο και έπαιζαν παρέα.

Χρειάστηκαν να περάσουν πάνω από 25 χρόνια κοινής συνύπαρξης, ώστε να πραγματοποιηθεί ο πρώτος γάμος μεταξύ Πόντιου και Θρακιώτισας. Συγκεκριμένα, ο Ευστάθιος Νικολαϊδης τόλμησε να αγαπήσει και να ζητήσει σε γάμο τη Μαριγούλα του Καπνά το 1948. Δυστυχώς οι γονείς της κοπέλας δε δέχτηκαν όχι γιατί δεν ήταν καλό παιδί ο Στάθης αλλά γιατί δεν εγκρίναν την καταγωγή του. Αλλά όπως λέει ο λαός, όταν θέλει η νύφη και ο γαμπρός, τύφλα να έχει ο πεθερός και έτσι τα παιδιά κλέφτηκαν και μάλιστα με επεισοδιακό τρόπο. Ο γαμπρός έκλεψε τη νύφη με το ποδήλατο και το σόι της νύφης τον κατεδίωκε, αλλά μάταια. Τα παιδιά κατέφυγαν στην Ξάνθη και παντρεύτηκαν λίγες μέρες αργότερα σε έναν πολύ κεφάτο γάμο στην εκκλησία του χωριού και ακολούθησε πολύς χορός με στιχάκια του λυράρη που διηγούνταν την περιπέτειά τους. Έμεινε στις μνήμες μας ως ο γάμος της Δεκαετίας του 50.


Με το παραπάνω περιστατικό, ο πάγος έσπασε και η αρχή είχε γίνει και η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Όταν τον Μάρτιο του 1967, πήγαμε με τους γονείς μου στο γειτονικό χωριό Μέλισσα για να ζητήσω την Θρακιώτισα γυναίκα μου από τους γονείς της, ο ανάδοχός της που ήταν παρών, είπε αφού φύγαμε στον πεθερό μου: «Εγώ δέκα κορίτσια να είχα, σε λαζό δεν έδινα κανένα». Ευτυχώς δεν εισακούστηκε…

Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ




Η καλλιέργεια του καπνού, ήταν πολύ διαδεδομένη στην περιοχή της Ξάνθης. Η πολύ αρωματική ποικιλία του καπνού «μπασμάς», υπήρξε και είναι ακόμη και σήμερα περιζήτητη από τις καπνοβιομηχανίες ώστε να αρωματίσουν τα χαρμάνια τους. Έτσι η καλλιέργεια του μπασμά, αποτέλεσε τη βασική ενασχόληση των κατοίκων και βοήθησε σημαντικά στην επιβίωση και στην ανάπτυξη του χωριού. Τα χρήματα από την πώληση του καπνού, τους εξασφάλιζαν όλα τα είδη πρώτης ανάγκης ή και τη δυνατότητα να αγοράσουν επιπλέον ζώα και χωράφια. Δυστυχώς όμως αυτά τα χρήματα έβγαιναν με πάρα πολύ κόπο και με τη συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία, ολόκληρης της οικογένειας από τα μικρά παιδιά μέχρι και τους ηλικιωμένους. Τα μέσα καλλιέργειας και επεξεργασίας ήταν πρωτόγονα και η κοπιαστική ενασχόληση με τον καπνό διαρκούσε όλο το χρόνο.

Αρχικά, στο τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου έσπερναν το σπόρο του καπνού σε ειδικά διαμορφωμένο έδαφος, ώστε να γίνουν τα φυτά. Η φροντίδα των φυτών έτσι ώστε να γίνουν κατάλληλα για τη μεταφύτευσή τους, ήταν καθημερινή με πότισμα και ξεβοτάνισμα. Απαιτούσε πολύ προσοχή και κόπο, η σωστή διαμόρφωση του εδάφους και η φροντίδα των φυτών, έτσι ώστε να μη σαπίσουν και να φτάσουν στο κατάλληλο μέγεθος.



Παράλληλα, προετοιμαζόταν το καπνοχώραφο. Το χώμα έπρεπε να είναι πολύ αφράτο και για να γίνει αυτό, απαιτούνταν όργωμα (που γινόταν με τα ζευγάρια και το αλέτρι) αρκετές φορές από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη. Πριν γίνει η μεταφύτευση, οργωνόταν πάλι και μετά γινόταν το «σβάρνισμα», με τα ζώα και τη σβάρνα, που κατασκεύαζαν με ξύλα και κλαδιά, η οποία έσιαζε το χώμα. Πάνω στη σβάρνα χρειαζόταν να ανέβει ο αγρότης και πολλές φορές και κάποιο από τα παιδιά του για να έχουν το απαραίτητο βάρος ώστε να πατηθεί καλά το χώμα. Αυτό ήταν και το μόνο στάδιο που απολάμβαναν τα παιδιά, που το έβλεπαν σαν παιχνίδι και το διασκέδαζαν όταν τους έσερναν μέσα στο χωράφι τα ζώα. Βλέπετε τότε ούτε παιχνίδια, ούτε ποδήλατα υπήρχαν για να παίξουν τα παιδιά και ότι δεν ήταν κοπιαστικό το είχαμε για παιχνίδι.

Αμέσως μετά το πανηγύρι της εκκλησίας μας στις 21 Μαΐου, συνήθως άρχιζε η φυτεία. Ξεκινούσαν νωρίς το πρωί και αφού πότιζαν τα φυτά και μαλάκωνε το χώμα, ξερίζωναν με προσοχή όσα θα μπορούσαν να φυτέψουν καθημερινά. Τα τοποθετούσαν σε κοφίνια και τα κουβαλούσαν στο καπνοχώραφο. Εκεί με τα χέρια και το φυτευτίρι έβαζαν στο χώμα, ένα ένα όλα τα φυτά. Ήταν η πιο δύσκολη δουλειά. Κάποιος από την οικογένεια, φρόντιζε το πότισμα των μεταφυτευθέντων φυτών και κουβαλούσε νερό , συνήθως από μακριά, και τα πότιζε προσεκτικά ένα ένα, ώστε να μην ξεραθούν. Δούλευαν ασταμάτητα έως το βράδυ και αυτό συνεχιζόταν καθημερινά μέχρι να τελειώσει το φύτεμα όλου του χωραφιού ή να έρθει η 30η Ιουνίου, που τελείωνε η περίοδος της φυτείας.

Στο μεταξύ, όσα καπνά είχαν φυτέψει αρχικά, είχαν ήδη μεγαλώσει και χρειαζόταν τσάπισμα για να κοπούν τα αγριόχορτα και να αναπτυχθούν σωστά. Ξεκινούσαν λοιπόν το τσάπισμα , το οποίο διαρκούσε συνήθως από μία έως δύο εβδομάδες. Τα καπνά ήταν πλέον σε ύψος περίπου μισού μέτρου και μπορούσε να ξεκινήσει η συγκομιδή.

Για να είναι εφικτή η συγκομιδή, χρειάζονταν τα φύλλα του καπνού να διατηρούν ορισμένη υγρασία. Μέσα στο κατακαλόκαιρο, μόνο τη νύχτα μπορούσαν να το επιτύχουν αυτό. Έτσι λοιπόν, ξεκινούσαν από τις μία μετά τα μεσάνυχτα και με το φως των φαναριών και των λουξ (πολύ πιο φωτεινά από τα απλά φανάρια), και άρχιζαν τη δουλειά μέσα στη νύχτα. Όλος ο κάμπος της Ξάνθης φεγγοβολούσε από τα λουξ, κανένα χωριό δεν κοιμόταν αμέριμνο, όλοι ήταν στα χωράφια και μάζευαν φύλλο φύλλο τον πολύτιμο καπνό, μέχρι να βγει ο ήλιος που μάραινε τα φύλλα και έτσι μετά τις 9 το πρωί αναγκάζονταν να σταματήσουν.

Η συγκομιδή γινόταν σε πέντε στάδια (χέρια). Οι αγρότες αποσπούσαν (έσπαζαν) από τα καπνόφυτα τα φύλλα του καπνού που ήταν ώριμα, δηλαδή κιτρίνιζαν ελαφρά. Η σταδιακή ωρίμανση των φύλλων, επέβαλε το «σπάσιμο» (όπως έλεγαν τη συγκομιδή), να γίνεται σε πέντε «χέρια»: το πρώτο ή πατόφυλλα, το δεύτερο ή μάνα με τα μεγαλύτερα σε μέγεθος φύλλα, το τρίτο ή κουβαλαμά, το τέταρτο ή ούτσαλντι και τέλος το πέμπτο ή ούτσια που ήταν πολύ μικρά φυλλαράκια κοντά στην κορυφή του φυτού εξαιρετικής ποιότητας και με έντονο άρωμα. Τα φύλλα στοιβάζονταν με τη σειρά στα κοφίνια και μεταφέρονταν στο σπίτι.

Παρόλο που ήταν ξάγρυπνοι και κατάκοποι, στο σπίτι τους περίμενε επιπλέον δουλειά. Τα φύλλα έπρεπε να ξεραθούν στον ήλιο κρεμασμένα από σχοινιά. Για να περαστούν τα φύλλα στα σχοινιά, χρησιμοποιούσαν μεγάλες μεταλλικές βελόνες μήκους περίπου μισού μέτρου, με τις οποίες τρυπούσαν ένα ένα τα φύλλα. Στο μάτι της βελόνας περνούσαν σπάγκο, στον οποίο κατέληγαν τα τρυπημένα φύλλα και έτσι έφτιαχναν τα «ράμματα» ή «βέργες» που ήταν σπάγκοι μήκους 2-4 μέτρων με περασμένα φύλλα καπνού. Αυτά τα «ράμματα» τα εξέθεταν στον ήλιο για μέρες κρεμασμένα σε ξύλινα τελάρα (τις ράμκες ή λιάστρες), τις οποίες κουβαλούσαν μέσα έξω τα βράδια και όποτε συννέφιαζε ή έβρεχε, ώσπου τα φύλλα να ξεραθούν. Η διαδικασία του περάσματος των φύλλων στις βελόνες λεγόταν «τίζεμα» ή «βελόνιασμα» ή «μπούρλιασμα» και διαρκούσε μέχρι το βραδάκι. Αφού τελείωναν και τρώγανε, είχαν ελάχιστες ώρες ύπνου μέχρι να χρειαστεί να σηκωθούν πάλι από τα μεσάνυχτα και να πάνε στο σπάσιμο.

Η περίοδος αυτή της συγκομιδής, διαρκούσε μέχρι τα τέλη του Σεπτέμβρη. Τα ξηρά φύλλα στα ράμματα, αποθηκεύονταν και με τα πρωτοβρόχια περίπου στον Άη Δημήτρη, μαλάκωναν λίγο και μπορούσε να ξεκινήσει η επόμενη φάση που ήταν το «παστάλιασμα».

Στο παστάλιασμα, τα φύλλα έβγαιναν από τα ράμματα και στοιβάζονταν ένα ένα σε «παστάλια» (ματσάκια από φύλλα) που τα συσκεύαζαν σε σφιχτοδεμένα δέματα. Τότε γινόταν και η διαλογή των φύλλων, ώστε να βγουν τα ακατάλληλα φύλλα από την τελική σοδειά και να επιτευχθεί η άριστη ποιότητα για την οποία φημίζονταν τα καπνά της Ξάνθης. Το παστάλιασμα διαρκούσε μέχρι τα τέλη του Φλεβάρη και επιτέλους η σοδειά ήταν έτοιμη και συσκευασμένη. Ούτε ανάσα δεν προλάβαινε να πάρει η οικογένεια και ο κύκλος έπρεπε να ξαναρχίσει για την επόμενη σοδειά.

Πόσες φορές πέρναγε το ίδιο φύλλο από τα χέρια του αγρότη μέχρι να καταλήξει συσκευασμένο στο δέμα; Πόσο κόπο κατέβαλλαν οι αγρότες για να καταλήξουν με τη σοδειά του καπνού στην αποθήκη τους; Πόσες ώρες πάλευαν με τον καιρό, την εξάντληση, την αϋπνία, τη δίψα και την πείνα στο χωράφι; Πόσο πόνο υπέφεραν από τη σωματική καταπόνηση; Κανείς που δεν το έζησε δεν μπορεί να το κατανοήσει πλήρως.

Επιπλέον εκτός από την καλλιέργεια του καπνού οι αγρότες είχαν και άλλες κοπιαστικές εργασίες. Έσπερναν τα σιτάρια με τα βόδια και τα θέριζαν με τα χέρια, καλλιεργούσαν καλαμπόκι και κριθάρι για ζωοτροφές, λαχανικά για να τρέφονται οι ίδιοι, συντηρούσαν τα οικόσιτα ζώα, περιποιούνταν το αμπέλι τους και έβγαζαν κρασί. Καμία από τις σημερινές ευκολίες στις αγροτικές ή στις οικιακές εργασίες δεν τους ήταν τότε διαθέσιμη. Η ζωή του αγρότη σήμαινε ατελείωτη δουλειά από το ξημέρωμα, ή και πολύ πιο νωρίς όταν είχαν τη συγκομιδή του καπνού, μέχρι αργά το βράδυ χωρίς διακοπή, χωρίς εξαιρέσεις για κανένα μέλος της οικογένειας.

Εκτός όμως από τη σωματική και φυσική καταπόνηση, ο αγρότης δυστυχώς τα πρώτα χρόνια έπρεπε να υποστεί και την προσβολή της αξιοπρέπειάς του κατά τη διαδικασία της πώλησης. Μέχρι το 1963, τον έλεγχο των τιμών στην αγορά του καπνού είχαν αποκλειστικά οι έμποροι, οι οποίοι προσπαθούσαν να αγοράσουν σε πολύ χαμηλές τιμές τις σοδειές των αγροτών και για αυτό το σκοπό, ακολουθούσαν μια καλά σχεδιασμένη αλλά και εξαιρετικά επικερδή για τους ιδίους, τακτική.

Πριν ακόμη αρχίσει η πώληση, οι αντιπρόσωποι των εμπόρων γυρνούσαν στα σπίτια και βαθμολογούσαν τις σοδειές ανάλογα με την ποιότητά τους. Κάποια καπνά τα αξιολογούσαν ως πρώτης ποιότητας, άλλα δεύτερης και κάποια ως τρίτης. Χαιρόταν ο αγρότης που είχε καπνά πρώτης ποιότητας γιατί ήλπιζε ότι θα τα πουλήσει σε καλή τιμή, αλλά αυτό δεν ήταν ποτέ εξασφαλισμένο.

Οι καπνέμποροι έρχονταν συνήθως βράδυ, αγόραζαν ελάχιστες ποσότητες από δύο ή τρεις παραγωγούς και άνοιγαν την τιμή πώλησης, 50 δρχ το κιλό για παράδειγμα. Αμέσως μετά έφευγαν και άφηναν τους υπόλοιπους παραγωγούς με την αγωνία. Τι τιμή θα έπιανε η δικιά τους σοδειά; Οι έμποροι μετά το πρώτο άνοιγμα των τιμών, εξαφανίζονταν για λίγες μέρες και δεν αγόραζαν άλλο. Κάθε μέρα η τιμή έπεφτε και πιο χαμηλά, σε δύο μέρες ήταν 48 δρχ το κιλό.

Οι αγρότες ανησυχούσαν καθώς οι τιμές κατρακυλούσαν συνεχώς, 40, 38, 35 δρχ το κιλό. Πήγαιναν στα γραφεία των εμπόρων στην Ξάνθη και εκεί έφταναν στο σημείο να τους παρακαλούν να τους πάρουν τα καπνά τους. Αυτοί που είχαν πρώτης ποιότητας καπνό, παραποιούνταν για τις πολύ χαμηλές τιμές. Η απάντηση ήταν στερεότυπη: οι τιμές δυστυχώς πέφτουν, στην Τουρκία αγοράζουν πιο φτηνά και πηγαίνουν εκεί τα μονοπώλια, αν συμφωνείς τώρα με 32 δρχ το κιλό, έχει καλώς. Αν έρθεις αύριο η τιμή θα είναι στις 30 δρχ. Τι να έκανε και ο απροστάτευτος αγρότης; Πούλαγε με 32 δρχ το κιλό τον καπνό που με τόσο κόπο είχε φτιάξει και έλεγε και ευχαριστώ. Επιλογή δεν είχε, αν δεν πούλαγε τη σοδειά, θα μούχλιαζε και θα την πετούσε, θα έμεναν τα παιδιά του νηστικά. Χάριζε τον ιδρώτα και τον κόπο της οικογένειας για λιγοστά ψίχουλα, αλλά δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική λύση.

Η εξευτελιστική αυτή κατάσταση, άλλαξε όταν το 1964 ο τότε υπουργός Γεωργίας της κυβερνήσεως της Ενώσεως Κέντρου, Αλέξανδρος Μπαλτατζής έδωσε νέο ρόλο στον Εθνικό Οργανισμό Καπνού (ΕΟΚ). Ο οργανισμός απέκτησε ενεργό ρόλο στην εμπορία του καπνού και διασφάλιζε την τιμή της αγοραπωλησίας. Περνούσαν οι αρμόδιοι του οργανισμού από τους αγρότες και τους έδιναν τιμή ασφαλείας. Τους έλεγαν: το καπνό σου αξίζει για 50 δρχ το κιλό. Αν βρεις καλύτερη τιμή, δώστα σε έμπορο, αν πάλι όχι, θα το αγοράσουμε εμείς στην τιμή ασφαλείας. Ήταν μεγάλη ανακούφιση αυτή για τους καπνοπαραγωγούς. Οι καπνέμποροι πλέον αναγκάζονταν να πληρώσουν τουλάχιστον την τιμή ασφαλείας για αγοράσουν τα καπνά που παλαιότερα έπαιρναν σε εξευτελιστικές τιμές και οι αγρότες έπαψαν να παρακαλούν και να εξευτελίζονται.

Δυστυχώς δεν κράτησε για πολύ η κατάσταση αυτή. Ήδη από το 1966, οι τιμές άρχισαν να πέφτουν (βλ. το τηλεγράφημα που απέστειλε ο τότε πρόεδρος του χωριού Ευστάθιος Ελευθεριάδης), ενώ με την έλευση της δικτατορίας από το 1968 και μετά, τέθηκε περιορισμός στα κιλά που κάθε αγρότης μπορούσε να πουλήσει στην τιμή ασφαλείας. Μόνο 80 κιλά από κάθε στρέμμα μπορούσαν να πωληθούν σε καλή τιμή. Για παράδειγμα όταν το 1969, είχαμε 1500 κιλά καπνό πρώτης ποιότητας, πουλήσαμε τα 900 κιλά με 50 δρχ το κιλό και τα υπόλοιπα 600 κιλά που με τόσες στερήσεις και κόπο είχαμε φτιάξει, τα δώσαμε αναγκαστικά με μόλις 10 δρχ το κιλό. Αυτή η έλλειψη προοπτικής για καλύτερο μέλλον, όσο και αν κόπιαζες στα χωράφια, ήταν και η αιτία που ξενιτεύτηκα μαζί και με πολλούς άλλους στην Γερμανία.

Με την πάροδο των ετών, η καλλιέργεια εγκαταλείφθηκε από την πλειοψηφία των συγχωριανών μας και αντικαταστάθηκε από την καλλιέργεια άλλων προϊόντων, όπως δημητριακών, βαμβακιού, τεύτλων και ντομάτας. Επίσης πολλοί συγχωριανοί, απασχολήθηκαν σε εργοστάσια ή δημόσιες υπηρεσίες και δε χρειάζονταν άλλο να κοπιάζουν τόσο εξαντλητικά για να ζήσουν. Στις μέρες μας η καλλιέργεια και η οικιακή επεξεργασία του καπνού έχει απλοποιηθεί πάρα πολύ και εξακολουθεί να απασχολεί αρκετές οικογένειες στην περιοχή.

Η ΥΔΡΕΥΣΗ


Αρχικά οι κάτοικοι εξασφάλιζαν νερό από τα πέτρινα πηγάδια που ήταν αρκετά και διάσπαρτα στον οικισμό και στα χωράφια των μουσουλμάνων. Οι πρόσφυγες επιπλέον άνοιγαν με φτυάρια αυτοσχέδια πηγάδια για να ποτίσουν τα χωράφια τους, τα οποία ξανασκέπαζαν μόλις τελείωνε η συγκομιδή του καπνού. Ο υδροφόρος ορίζοντας ήταν ψηλά τότε και σε ενάμιση με δύο μέτρα βάθος, βγάζανε άφθονο νερό.

Τα πέτρινα πηγάδια ήταν αρκετά δύσχρηστα και η ύδρευση βελτιώθηκε όταν το 1927 με 1928, ήρθε στο χωριό κάποιος μάστορας που έφτιαχνε τουλούμπες και όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα, απέκτησαν πιο εύκολη πρόσβαση στο νερό. Η πρώτη τουλούμπα φτιάχτηκε στην αυλή του Ευθυμίου Μαυρίδη στον επάνω συνοικισμό και ακολούθησαν και αρκετοί ακόμη. Στα πλαίσια της καλής γειτονίας, με μία τουλούμπα βολευόταν και οι γύρω οικογένειες. Για παράδειγμα, στο νότιο μέρος του χωριού, όσοι επιχείρησαν να κάνουν τουλούμπες, βγάλανε νερό γλυφό, ακατάλληλο για πόσιμο, το οποίο χρησιμοποιούσαν για πότισμα και πλύσιμο. Έτσι περίπου τριάντα οικογένειες που έμεναν νότια από την εκκλησία, κουβαλούσαν πόσιμο νερό με στάμνες, από τις τουλούμπες της Λουλούδας Δολαπτσόγλου, του Μπαρμπα Αλέξη του Αμοιρά (Αμοιρίδης) και του Κωστίκ (Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος).

Στη δεκαετία του 1950, ανοίχτηκαν δύο κανάλια (ένα ανατολικά και το άλλο δυτικά), στις θέσεις δύο μικρών ρεμάτων που είχαν καθαρό τρεχούμενο νερό και από τα οποία είχαν ξεδιψάσει όλοι οι άνθρωποι μα και τα ζωντανά χωριού. Με τη διάνοιξη και την ευθυγράμμιση της κοίτης των ρεμάτων, ο υδροφόρος ορίζοντας έπεσε και δυστυχώς στις μέρες μας το νερό των καναλιών είναι μολυσμένο με κάθε λογής ρύπους.

Το 1956, κατόπιν ενεργειών του τότε προέδρου Ευστάθιο Ελευθεριάδη, διανοίχτηκε μία γεώτρηση βάθους περίπου 170 μέτρων πίσω από την Εκκλησία του χωριού. Το νερό που βρέθηκε, στάλθηκε στο χημείο του κράτους για να ελεγχθεί η καταλληλότητά του. Μετά την έγκριση του χημείου, Δημιουργήθηκε μία υπερυψωμένη δεξαμενή (υδραγωγείο), με την προοπτική να τροφοδοτήσει με πόσιμο νερό όλο το χωριό. Το νερό ανέβαινε στη δεξαμενή, αντλούμενο με πετρελαιοκίνητη μηχανή, εργασία την οποία επέβλεπε για πολλά χρόνια ο κύριος Κλεάνθης Τοπαλίδης. Τα πρώτα χρόνια που δεν είχε δημιουργηθεί ακόμη το δίκτυο ύδρευσης που θα πήγαινε το νερό στα σπίτια, ο κόσμος πήγαινε με τα κάρα και τα βαρέλια και φόρτωνε το νερό από το υδραγωγείο.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1958 ξεκίνησε η κατασκευή του δικτύου ύδρευσης με μέσα πρωτόγονα (γκασμά και φτυάρι) και με προσωπική εργασία των κατοίκων. Όλοι οι άνδρες ηλικίας 18 έως 65 ετών, ήταν υποχρεωμένοι να εργασθούν από 10 ημέρες ο καθένας χωρίς αμοιβή και γι’ αυτό και την λέγανε «αγγαρεία». Το έργο που θα παρήγαγε ο καθένας ανά ημέρα, οριζόταν ανάλογα με τη μορφολογία του εδάφους (κατ’ αποκοπήν) . Ο γραμματέας της κοινότητας κύριος Δημήτριος Μαυρίδης ήταν υπεύθυνος για να ορίζει την απαραίτητη καθημερινή εργασία του καθενός, για παράδειγμα σε εύκολο έδαφος 10 ή και 15 μέτρα, ενώ σε δύσκολο 5 μέτρα. Μόνο όταν έσκαβε τα μέτρα που είχαν οριστεί, μπορούσε να φύγει κάποιος από την αγγαρεία. Όσοι αδυνατούσαν να εργασθούν, μπορούσαν να εξαγοράσουν την αγγαρεία με 20 δραχμές την ημέρα (όσο κόστιζαν 4 καρβέλια ψωμί), ποσό που για κάποιους ήταν μεγάλο οπότε αναγκαζόταν να εργασθούν ενώ για άλλους αποτελούσε ευκαιρία για μεροκάματο και δούλευαν επιπλέον από τις απαραίτητες μέρες. Όλοι οι χωριανοί με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, ξεπλήρωσαν το κοινοτικό τους χρέος και το νερό έφτασε τρεχούμενο και πόσιμο στις ολοκαίνουργιες βρύσες των σπιτιών, στα τέλη της δεκαετίας του 60.

ΟΙ ΜΑΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ


Τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του χωριού μας, αλλά και για αρκετές δεκαετίες αργότερα, η περίθαλψη των κατοίκων ήταν από ανύπαρκτη έως υποτυπώδης. Μόνο σε πολύ μεγάλη ανάγκη μπορεί να αναζητούνταν κάποιος γιατρός στην Ξάνθη, ενώ πολλοί υπέφεραν ή και άφηναν την τελευταία τους πνοή χωρίς την παραμικρή ιατρική φροντίδα.

Όσο αφορά στους τοκετούς, οι γυναίκες έφερναν στον κόσμο τα παιδιά τους στα σπίτια με τη βοήθεια των μαιών, που είχαν πρακτικές γνώσεις και προσέφεραν αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες τους. Τα πρώτα χρόνια, δύο ήταν οι μαίες του χωριού, η Άννα Κουτσούκη που ήταν Θρακιώτισσα και η Πόντια Παρέσσα Μαυρίδου, οι οποίες εκτός από τις καθημερινές τους υποχρεώσεις όπως όλες τις γυναίκες του χωριού, είχαν και το ύψιστο καθήκον απέναντι στο μεγαλείο της ζωής.

Έτσι λοιπόν, όπου και αν βρίσκονταν οποιαδήποτε ώρα του εικοσιτετραώρου, όταν τις φώναζαν τα παρατούσαν όλα και έτρεχαν να βοηθήσουν την κοιλοπονούσα μάνα. Οι συνθήκες ήταν πρωτόγονες και παρόλη τη θέληση ή την πείρα τους, αρκετές φορές η εξέλιξη ήταν δυσάρεστη είτε για τη μητέρα, είτε για το παιδί. Εξάλλου ποιος από τους παλαιότερους δεν έχει ακούσει για κάποιο αδερφάκι του που δεν έζησε ή για κάποια συγγενή που δεν τα κατάφερε στη γέννα; Δεν υπήρχαν τότε τα μέσα για να αποτραπούν αυτά τα δυσάρεστα γεγονότα. Με τη βοήθεια όμως της κυρά Άννας και της γιαγιάς Παρέσσας γεννήθηκαν και έζησαν όλα τα παιδιά του χωριού από την ίδρυση του, έως τη δεκαετία του 1940.

Η κυρά Άννα, αρρώστησε λίγο πριν τον πόλεμο και έτσι όλο το βάρος και την ευθύνη, ανέλαβε η γιαγιά Παρέσσα, η οποία έμαθε σιγά σιγά την τέχνη στη νύφη της Ευρώπη Μαυρίδου που ήταν και η τελευταία μαμή του Μαγικού. Μετά τη δεκαετία του 1950, οι περισσότερες γυναίκες πήγαιναν στο νοσοκομείο στην Ξάνθη για να γεννήσουν, ενώ η κυρά Ευρώπη εξακολουθούσε να προσφέρει τη βοήθειά της στους πολύ φτωχούς που δεν μπορούσαν να πάνε στην πόλη ή σε αυτούς που δεν προλάβαιναν.

Οι γυναίκες αυτές εκτελούσαν αγόγγυστα το καθήκον τους και βοηθούσαν τις μάνες στη γέννα και στη δύσκολη περίοδο της λοχείας. Η αμοιβή τους μπορεί να ήταν μόλις μία πετσέτα και λίγο σαπούνι για να πλύνουν τα χέρια τους ή ένα ανάξιο λόγου μικρό φιλοδώρημα ή πολλές φορές απλά και μόνο το ευχαριστώ από τους γονείς και το δυνατό κλάμα ενός γερού παιδιού. Δεν το έκαναν όμως για προσωπικό τους όφελος. Προσέφεραν ότι μπορούσαν και ελάμβαναν μόνο την ηθική ικανοποίηση της προσφοράς στο θαύμα της ζωής. Ας είναι αυτή η αναφορά μου, ένα μικρό μνημόσυνο για τις ψυχές τους.

Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ


Η κορυφαία αθλητική εκδήλωση του χωριού, ήταν για πολλά χρόνια οι γυμναστικές επιδείξεις των παιδιών του δημοτικού σχολείου. Πραγματοποιούνταν την τελευταία Κυριακή του Ιουνίου, πριν από τις διακοπές του καλοκαιριού και τις παρακολουθούσε όλο το χωριό. Εκτός από ασκήσεις ακριβείας, διοργανώνονταν αγώνες δρόμου, σφυροβολίας, άλματος εις μήκος και ύψος και επίσης διαγωνισμός στη διελκυστίνδα (δύο ομάδες που τραβούν τις δύο άκρες ενός σχοινιού) και στις τσουβαλοδρομίες. Με την πάροδο των χρόνων, η εκδήλωση ατόνησε και σταμάτησε να πραγματοποιείται γύρω στο 1960.

Τα μέσα για να αθληθούν τα παιδιά του χωριού, ήταν υποτυπώδη. Στο σχολείο υπήρχε μία μπάλα και ένας φιλές του βόλεϋ που ήταν η χαρά των αγοριών. Αυτή η μπάλα χρησίμευε και για να παίζουμε ποδόσφαιρο στα διαλείμματα, που ήταν πιο δημοφιλές άθλημα. Στις γειτονιές παίζαμε ποδόσφαιρο, κλοτσώντας τα κονσερβοκούτια, που ακόμη και αυτά ήταν σπάνια. Μετά το 1945, τα παιδιά παίρνανε την ουροδόχο κύστη (φούσκα) του γουρουνιού που σφαζόταν για τα Χριστούγεννα και τη φουσκώνανε με ένα καλαμάκι. Έτσι έφτιαχναν μια μπάλα και έπαιζαν με την ψυχή τους.

Δειλά δειλά, άρχισαν να διοργανώνονται οι πρώτοι ποδοσφαιρικοί αγώνες, αρχικά μεταξύ Θρακιωτών και Ποντίων και αργότερα μεταξύ των γειτονικών χωριών. Ο Αλέξανδρος Μπούρας πήρε μια παλιά ξηλωμένη μπάλα από τον ΟΡΦΕΑ της Ξάνθης και αφού την επιδιόρθωσε στον τσαγκάρη, την έφερε στο χωριό. Πόσες φορές ξαναξηλώθηκε και ξαναράφτηκε αυτή η μπάλα!

Το πρώτο πρόχειρο γήπεδο στήθηκε με πρωτοβουλία κάποιων εφήβων του χωριού, σε κοινόχρηστο χώρο νότια του κοιμητηρίου, αλλά ήταν κατηφορικό και η μπάλα όλο έφευγε στην κατηφόρα. Το 1954, ο Αλέξανδρος Μπούρας μαζί με τους υπόλοιπους νέους του χωριού, έπεισε τον πατέρα του να δωρίσει το δυόμισι στρεμμάτων χωράφι του και τον Σταύρο Δολαπτσόγλου να δωρίσει ακόμη ένα στρέμμα περίπου. Έτσι μαζί με κοινόχρηστο χώρο (εκεί όπου μαζευόταν η αγέλη)που παραχώρησε η κοινότητα, οριοθετήθηκε και διαμορφώθηκε το γήπεδο του Μαγικού, εκεί όπου βρίσκεται και σήμερα.

Το πάθος και η αγάπη των νέων για το ποδόσφαιρο, ήταν πολύ μεγάλη. Χρήματα για να αγοράσουν φόρμες και αθλητικά παπούτσια, δεν υπήρχαν. Κατάφερναν πότε να παίρνουν τα χρησιμοποιημένα των αθλητών των σωματείων της Ξάνθης, ή έδιναν όλες τους τις οικονομίες για τα αγοράσουν. Δεν θα ξεχάσω ότι υπήρχαν νέοι που μοιράζονταν ένα ζευγάρι ποδοσφαιρικά παπούτσια, ο ένας το δεξί και ο άλλος το αριστερό παπούτσι ενώ το άλλο το πόδι ήταν ξυπόλυτο.

Με την πάροδο των χρόνων, οι συνθήκες σταδιακά βελτιώθηκαν και το 1970, με πρωτοβουλία των Αλέξανδρου Μπούρα και Γεωργίου Λελεκίδη, ιδρύθηκε επίσημα το αθλητικό σωματείο του χωριού με το όνομα ΑΣΤΗΡ ΜΑΓΙΚΟΥ. Η ομάδα συμμετέχει μέχρι και σήμερα στο τοπικό ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα.

ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΟΥ ΜΑΓΙΚΟΥ


Ελληνικό σχολείο στο μαγικό λειτούργησε πρώτη φορά το 1926, στην κατοικία του Φεήμ Μπεή, στο μεγάλο τσιφλίκι. Πρώτη δασκάλα ήταν η κυρία Καλλιόπη (το επίθετο της δε διασώθηκε, αφού τα αρχεία του σχολείου καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της Βουλγαρικής κατοχής). Τα παιδιά ήταν πάρα πολλά καθώς με τη μεσολάβηση του πολέμου και της προσφυγιάς, στερήθηκαν τη μόρφωση πολλά παιδιά που είχαν μεγαλώσει, αλλά πήγαν στο σχολείο γιατί ήθελαν να μάθουν να γράφουν έστω το όνομά τους.

Η μόρφωση τότε, δεν ήταν υποχρεωτική και πολλά παιδιά χρησιμοποιούνταν στις αγροτικές εργασίες καθώς η επιβίωση προείχε της εκπαίδευσης. Κάποια παιδιά δεν πήγαν καθόλου στο σχολείο και άλλα πήγαιναν μόνο όταν δεν ήταν εποχή που είχε πολύ δουλειά στα χωράφια.

Το 1927, άρχισε να χτίζεται στην πλατεία του χωριού, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η παιδική χαρά, το καινούργιο σχολείο. Ολοκληρώθηκε το 1929 και είχε δύο αίθουσες διδασκαλίας, ένα γραφείο, ένα δωμάτιο για τη διαμονή του δασκάλου και υπόγειο για αποθηκευτικό χώρο. Πρωτολειτούργησε με δάσκαλο τον κύριο Χατζίκα Γεώργιο που το 1932 αντικαταστάθηκε από τον κύριο Ταμιολάκη Κωνσταντίνο ο οποίος άφησε εποχή. Όλοι όσοι είχαν την τύχη να είναι μαθητές του, τον θυμούνται και τον μνημονεύουν με τα καλύτερα λόγια. Ήταν δάσκαλος του χωριού μέχρι την ημέρα που το σχολείο έκλεισε με την κήρυξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, οπότε έφυγε για να καταταγεί και δεν γύρισε ποτέ πίσω. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει.

Κατά διάρκεια της κατοχής, το σχολείο χρησιμοποιούνταν από τις βουλγαρικές αρχές ως κατάλυμα και άνοιξε και πάλι για να δεχτεί τα παιδιά που το είχαν στερηθεί, το Σεπτέμβρη του 1945 με δάσκαλους τον κύριο Τοπαλίδη Μιχαήλ και τον κύριο Βαμβακίδη Δαμιανό οι οποίοι μάλιστα ήταν από το χωριό μας. Εξαιτίας του πολέμου, δεν υπήρχε επάρκεια δασκάλων αποφοίτων της Ακαδημίας ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες των σχολείων και έτσι οι πιο γραμματιζούμενοι κλήθηκαν να εκτελέσουν χρέη κοινοτικών εκπαιδευτικών.

Ο πόλεμος υπήρξε ο λόγος που πολλά παιδιά στερήθηκαν το αγαθό της εκπαίδευσης και όταν τελείωσε, επέστρεψαν στο σχολείο ακόμη και σε μεγάλες ηλικίες (15-16 και 17 ετών) και μέσα σε λίγα χρόνια τελείωσαν ταχύρυθμα το Δημοτικό, κάνοντας 2 και 3 τάξεις σε ένα χρόνο. Ο κύριος Τοπαλίδης που είχε αναλάβει τις μεγάλες τάξεις, ήταν φιλήσυχος άνθρωπος, αλλά οι μεγάλοι σε ηλικία μαθητές του ήταν απείθαρχοι και του δημιουργούσαν συχνά πρόβλημα ώστε έφτανε στο σημείο να φωνάζει «εεε αρτούκ!» (φτάνει πια) και να τους χτυπάει με το μπαστούνι του.

Το 1948, διορίστηκε στο σχολείο από το Ελληνικό Δημόσιο ένα ζευγάρι δασκάλων ο κύριος Δεσποτίδης Στυλιανός και η σύζυγός του Άννα οι οποίοι εκτέλεσαν σημαντικό εκπαιδευτικό έργο και έθεσαν ισχυρές εκπαιδευτικές βάσεις στο χωριό. Πολλοί μαθητές τους σπούδασαν και κατέλαβαν σημαντικές θέσεις στην Ελληνική κοινωνία.

Το σχολείο συνέχισε να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του στα παιδιά του χωριού χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα έως το Φεβρουάριο του 1966, οπότε κρίθηκε ακατάλληλο μετά από σεισμό που συνέβη με επίκεντρο το κοντινό χωριό Βαφέικα. Το στεγαστικό πρόβλημα του σχολείου λύθηκε με την κατασκευή του νέου κτιρίου σε χώρο που παραχώρησε με ανταλλαγή χωραφιού, ο Γεώργιος Δολαπτσόγλου, το οποίο λειτουργεί και έως τις μέρες μας.

Β’ ΜΕΡΟΣ - Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΙΕΡΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΓΙΚΟΥ


Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΙΕΡΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΓΙΚΟΥ

Η πρώτη εκκλησία του χωριού δημιουργήθηκε αμέσως μετά την άφιξη των πρώτων προσφύγων στην μεγάλη αποθήκη του Αγά, κοντά στην πλατεία. Ορίστηκε να είναι εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, καθώς έτσι επιθυμούσαν πολλοί Θρακιώτες πρόσφυγες που είχαν τέτοια εκκλησία στο χωριό που εγκατέλειψαν στην Ανατολική Θράκη.


Πρώτος ιερέας ήταν ο Πατέρας Λάζαρος Τερζανίδης, ο οποίος είχε γεννηθεί στα Κοτύωρα (Ορντού) του Πόντου το 1870 και κατέληξε πρόσφυγας με την πρεσβυτέρα του και τα έξι του παιδιά στο Μαγικό Ξάνθης. Το σπίτι του υπήρξε το καταφύγιο για όλους τους χωριανούς που είχαν ανάγκη και φιλοξένησε πολλά νυχτέρια με πολλές ιστορίες, αφηγήσεις, παράπονα, βάσανα και καλό κρασί από το περίφημο αμπέλι του Παπά Λάζαρου.

Λειτουργούσε λοιπόν ο Παπά Λάζαρος στην αποθήκη του Αγά για αρκετά χρόνια και ήταν ιδιαίτερα αγαπητός. Έπεισε μάλιστα τους χωριανούς να ξεκινήσουν την ανέγερση του νέου ναού. Παρόλη τη φτώχια και την ανέχεια, η πίστη των χωριανών ήταν ισχυρή και ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του, προσέφερε τον οβολό ή την εργασία του ώστε να θεμελιωθεί η καινούργια εκκλησία. Δυστυχώς ο πόλεμος και η κατοχή, σταμάτησαν την ανέγερση και ο ναός έμεινε με χτισμένους τοίχους ύψους μόλις ενός μέτρου. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, οι Βουλγαρικές αρχές απαγόρεψαν τον Παπά Λάζαρο να λειτουργεί και επέβαλαν τον Βούλγαρο Παπά Ηλία.

Μαζί με το Πατέρα Λάζαρο Τερζανίδη το 1923, ήρθε στο Μαγικό ο αδελφός του Πατέρας Χαρίτων Τερζανίδης, που είχε γεννηθεί το 1886, είχε χειροτονηθεί το 1910 και είχε χάσει στον Πόντο από τους διωγμούς των Τούρκων την πρεσβυτέρα του και τα δύο του παιδιά. Το 1928 έγινε αρχιμανδρίτης και υπηρέτησε ως πρεσβύτερος σε χωριά της Ξάνθης και της Καβάλας. Έγινε ανάδοχος σε πολλά παιδιά, κήρυττε το λόγο του Θεού με ιδιαίτερη αγάπη και θέρμη και ήταν πολύ αγαπητός όπου και αν πήγαινε. Στο χωριό μας ερχόταν συχνά και συλλειτουργούσε με τους ιερείς του χωριού και οι παλαιότεροι που τον θυμούνται έχουν να πουν γι’ αυτόν τα καλύτερα.

Όταν το 1943, ο Παπά Λάζαρος εκοιμήθη, τη νεκρώσιμη ακολουθία την τέλεσε ο αδελφός του Παπά Χαρίτων στο προαύλιο της εκκλησίας, αφού στην εκκλησία επιτρεπόταν να λειτουργήσει μόνο ο Βούλγαρος Παπά Ηλίας. Στη συγκινητική αυτή κηδεία, παρέστη σύσσωμο το χωριό και ακόμη τη θυμούνται οι παλαιότεροι.

Όταν τα παιδιά του Παπά Λάζαρου, Ιωάννης και Κωνσταντίνος έφυγαν για τα αντάρτικα, οι Βούλγαροι συνέλαβαν το θείο τους Παπά Χαρίτων και τον βασάνισαν πολύ σκληρά. Από αυτό το βασανισμό, δυσκολεύτηκε και άργησε να συνέλθει σωματικά αλλά κυρίως ψυχικά, στο μεταξύ τον φρόντιζαν τα ανίψια του στο χωριό μας. Επέστρεψε πάλι στα ιερατικά του καθήκοντα και όταν εκοιμήθηκε το 1966, είχε μοναδική περιουσία τα άμφια και τα ιερατικά του βιβλία. Υπήρξε πάντοτε ένας ταπεινός υπηρέτης του Θεού και αρωγός του ποιμνίου του.

Ο επόμενος ιερέας που αναδείχθηκε από το χωριό μας, ήταν ο Πατήρ Θεόδωρος Αντωνιάδης. Έφτασε το 1922 πρόσφυγας στο χωριό μας σε ηλικία μόλις έξι ετών με καταγωγή από τα Κοτύωρα του Πόντου. Παντρεύτηκε το 1937 και απέκτησε έναν υιό και τρεις κόρες. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος το 1947 και τοποθετήθηκε εφημέριος στην ενορία του Μαγικού και παράλληλα εξυπηρετούσε και τις ανάγκες του γειτονικού Αυξεντίου. Ήταν αυτός που συντόνισε τις προσπάθειες ολοκλήρωσης της εκκλησίας.

Κάτω από τη δική του καθοδήγηση, όλοι οι χωριανοί προσέφεραν ότι μπορούσε ο καθένας, σε εποχές που κανείς δεν είχε περίσσευμα, άλλος χρήματα, άλλοι προσωπική εργασία. Η εκκλησία χτίστηκε με μαύρη πέτρα από τους λόφους της γειτονικής Μέλισσας, την οποία κουβάλησαν με τα κάρα τους οι χωριανοί και σιγά σιγά με πολύ κόπο αλλά και πίστη, ολοκληρώθηκε το 1954 ο καινούργιος ναός που λειτουργεί μέχρι και σήμερα. Η παλιά εκκλησία αργότερα, διαμορφώθηκε σε κατοικία του ιερέα (δεν σώζεται σήμερα) ενώ στο χώρο που ήταν το παλαιό ιερό ανεγέρθηκε με πρωτοβουλία του Παπά Θόδωρου και δωρεά του Ιωάννη Δολαπτσόγλου (Μπαρμπα Γιάνγκου), μικρό εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου, ώστε να παραμείνει ιερός ο χώρος και να μην καταπατηθεί.

Ο Παπά Θόδωρος εργαζόταν καθημερινά στα χωράφια για να θρέψει την οικογένειά του καθώς η πληρωμή του ήταν συμβολική. Μόλις έναν τενεκέ στάρι το χρόνο ανά οικογένεια, έπαιρνε από τους χωριανούς και πολλοί μάλιστα αδυνατούσαν να το προσφέρουν και αυτό. Μέχρι και εργάτης (ταϊστής) στην πατόζα (αλωνιστική μηχανή) δούλευε, που ήταν πολύ κουραστική και ανθυγιεινή δουλειά, ώστε να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Παράλληλα ασκούσε άψογα και τα ιερατικά του καθήκοντα και ήταν πολύ αγαπητός από το ποίμνιό του. Εκοιμήθηκε στις 25/1/1987 και ετάφη πίσω από τον ιερό ναό του χωριού, που τόσο είχε κοπιάσει για την ανέγερση και τη λειτουργία του.

Άξιος διάδοχος του Πατέρα Θεόδωρου, αναδείχθηκε ο υιός του Λάζαρος Αντωνιάδης που γεννήθηκε στο Μαγικό το 1939, αποφοίτησε από την ιερατική σχολή της Ξάνθης το 1957 αλλά δεν μπόρεσε να συνεχίσει τότε τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης, λόγω οικονομικής δυσχέρειας. Χειροτονήθηκε το 1963 και υπηρέτησε ως πρεσβύτερος σε ενορίες της Ξάνθης και της Νάουσας. Κατάφερε τελικά το 1972 να εισαχθεί και να φοιτήσει έως το 1976 στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης. Από το 1982, υπηρετεί ως εφημέριος στον Ιερό ναό της του Θεού Σοφίας Θεσσαλονίκης, στον οποίο είναι υπεύθυνος για το πνευματικό έργο της ενορίας. Πρόκειται για έναν πολύ αξιόλογο κληρικό ο οποίος δεν λησμονεί τους χωριανούς και τον τόπο του και τιμά το χωριό με την παρουσία και το εξαιρετικό του κήρυγμα.

Την περίοδο που πρεσβύτερος του χωριού ήταν ο Παπά Θόδωρος, ιεροψάλτης ήταν ο συγχωριανός μας Θεοφάνης Τοπσίδης, ο οποίος είχε πολύ καλή φωνή και παντρεύτηκε μάλιστα και την εγγονή του παπά Λάζαρου Τερζανίδη. Αργότερα το 1970, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, υπηρέτησε σε πολλά χωριά του νομού και της πόλης της Ξάνθης και σήμερα είναι συνταξιούχος και κατοικεί στην Ξάνθη.

Η εκκλησία ήταν πάντα το κέντρο της ζωής του χωριού, με αποκορύφωμα το πανηγύρι στις 21 Μαΐου. Τότε ακόμη το πανηγύρι γινόταν ανήμερα μετά τη θεία λειτουργία στο δημοτικό κήπο, την όαση του χωριού που ήταν ο πρώην κήπος του Αγά με τα πολλά οπωροφόρα δέντρα και την δροσερή σκιά τους, στη θέση που σήμερα βρίσκεται η αίθουσα τελετών της εκκλησίας και το Κ.Α.Π.Η. του Μαγικού. Ο κήπος συντηρούνταν από τα παιδιά του σχολείου και κάτω από τα δέντρα του στηνόταν μεγάλος χορός και γλέντι, όπου όλοι οι χωριανοί μαζί με τους κατοίκους των γύρω χωριών, ξέδιναν και λησμονούσαν τα βάσανα της δύσκολης καθημερινότητάς τους. Τα όργανα έπαιζαν όλη την ημέρα και όλες οι ηλικίες συμμετείχαν στο τρικούβερτο γλέντι. Οι παλαιότεροι ακόμη μιλούν με νοσταλγία για το ξακουστό πανηγύρι στον κήπο που συνεχίστηκε μέχρι τη δεκαετία του 1970.

Στους χωριανούς και στους επισκέπτες που γιόρταζαν τη μνήμη των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, σερβίρονταν το κουρμπάνι. Αυτό το έθιμο, ήρθε στο χωριό μας μαζί με τους πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Κάποιοι χωριανοί προσέφεραν αρνιά από τα κοπάδια τους, ή άλλοι χρήματα για να αγοραστούν τα ζώα, τα οποία σφάζονταν την παραμονή και βράζονταν σε μεγάλα καζάνια. Το κρέας σερβίρονταν στον κόσμο που ερχόταν στο πανηγύρι και τους δυνάμωνε ώστε να συνεχίσουν το χορό. Αυτή η προσφορά, γινόταν για να τους δώσει ο Θεός καλή σοδειά.

Το έθιμο του κουρμπανιού σταμάτησε κατά τη διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου, λόγω της μεγάλης φτώχιας και ανέχειας των χωρικών. Ξεκίνησε πάλι αμέσως μετά και συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας. Μάλιστα μία χρονιά που αμέλησαν οι χωριανοί μας το έθιμο το 1955, έπεσε χαλάζι στις 25 Μαΐου τόσο ισχυρό που κατέστρεψε ολοσχερώς τα περισσότερα σπαρτά του χωριού και από τότε καμία χρονιά το έθιμο δεν έχει παραμεληθεί.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ






Κάποιοι χωριανοί μας ξεκίνησαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, να αναζητούν καλύτερες συνθήκες ζωής σε μεγάλες πόλεις της Ελλάδας ή στην ξενιτιά. Από το χωριό μας υπήρξε σημαντικό μεταναστευτικό ρεύμα προς τη Γερμανία, κυρίως τη δεκαετία του 1960. Κάποιοι από τους μετανάστες επέστρεψαν τις απόμενες δεκαετίες πίσω στο χωριό, ενώ άλλοι παρέμειναν στην ξενιτιά ή προτίμησαν να κατοικήσουν στις πόλεις.

Πολλά από τα παιδιά που γεννήθηκαν στο χωριό μετά το 1960, κατάφεραν να σπουδάσουν και να καταλάβουν σημαντικές θέσεις στην ελληνική κοινωνία. Οι κάτοικοι του χωριού δεν ασχολούνται πλέον αποκλειστικά με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, αλλά δουλεύουν σε εργοστάσια, υπηρεσίες και εταιρίες. Εξάλλου σημαντική ώθηση στην οικονομική ζωή ολόκληρου του νομού της Ξάνθης, έδωσε η ίδρυση με τη πρωτοβουλία του αείμνηστου Αλέξανδρου Μπαλτατζή, των συνεταιριστικών εργοστασίων που επεξεργάζονταν την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή του τόπου (ΣΕΚΕ για εμπορία και επεξεργασία του καπνού, Γαλακτοβιομηχανία Ροδόπη, ΣΕΒΑΘ για την επεξεργασία λαχανικών, καπνοβιομηχανία ΣΕΚΑΠ και επεξεργασία κρεάτων από τη ΣΕΠΕΚ).

Εκτός από τα συνεταιριστικά εργοστάσια, σημαντική ώθηση στην ευημερία των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής, έδωσαν και αρκετές ιδιωτικές εταιρίες Σε αυτές τις εταιρίες οι κάτοικοι της περιοχής βρήκαν δουλειά και κατάφεραν να διεκδικήσουν για αυτούς και τα παιδιά τους καλύτερες συνθήκες ζωής από αυτές στις οποίες μεγάλωσαν.
Στην περιοχή του Μαγικού, το εργοστάσιο ΠΛΑΣΤΙΚΑ ΘΡΑΚΗΣ.

Επιπλέον η ΧΗΜΒΙΟΞΑΝ, ακόμη ένα εργοστάσιο του Μαγικού, παράγει οικοδομικά και βιομηχανικά χρώματα, βερνίκια και μονωτικά υλικά. Ιδρυτές και συνιδιοκτήτες είναι ο Ιωακειμίδης Κωνσταντίνος και ο Πασχαλίδης Εμμανουήλ και ίδρυσαν την εταιρία το 1977. Η εταιρία απασχολεί σήμερα 18 άτομα, ενώ η παραγωγή της φτάνει τους χίλιους τόνους ετησίως και παρουσιάζει αυξητικές τάσεις.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, λόγω του γενικού ρεύματος της αστυφιλίας, το χωριό μας παρουσίαζε εικόνα ερήμωσης από τους νέους και το δημοτικό σχολείο είχε ελάχιστους μαθητές. Το σκηνικό αυτό ανατράπηκε από τη δεκαετία του 1990 έως τις μέρες μας, οπότε ένα νέα κύμα προσφύγων ήρθε για να μπολιάσει με νέο αίμα το χωριό μας. Πρόκειται για τους Έλληνες Ποντίους από τις πρώην Σοβιετικές χώρες, οι οποίοι κατάφεραν με τη βοήθεια της πολιτείας να επαναπατριστούν και να ριζώσουν στη νέα τους πατρίδα, δίνοντας ζωή στις γειτονιές μας και παιδιά στις τάξεις του δημοτικού σχολείου. Τα καινούργια τους σπίτια ομορφαίνουν το χωριό το οποίο βρίσκεται γενικά σε τροχιά ανάπτυξης λόγω και της εγγύτητάς του στην πόλη της Ξάνθης, γεγονός που ελκύει αρκετούς Ξανθιώτες να χτίσουν εδώ τα καινούργια σπιτικά τους.








Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ

Δυστυχώς η χαρά της απελευθέρωσης, δεν κράτησε πολύ. Ακόμη και πριν από την αναχώρηση των κατακτητών οι αντάρτες είχαν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα και τώρα άρχισαν να μάχονται μεταξύ τους. Το εμφύλιο αιματοκύλισμα, ήρθε και ισοπέδωσε ό,τι ψυχικά ή υλικά αποθέματα είχαν περισωθεί από την κατοχή. Το επίσημο κράτος ενάντια στους αντάρτες που πρόσκεινταν στον κομμουνισμό και όλοι μαζί ενάντια στο συμφέρον της πολύπαθης Ελλάδας. Το χωριό μας δυστυχώς δεν έμεινε ανεπηρέαστο.

Κατά την αναχώρηση των κατοχικών δυνάμεων, κάποιες ομάδες ανταρτών τους κατεδίωξαν έτσι ώστε να μην τους επιτρέψουν να πάρουν μαζί τους τα λάφυρα που είχαν αρπάξει. Έτσι τρεις συγχωριανοί μας, ο Ζήσης Χρήστος (Καραγκούνης), ο Φωτεινόπουλος Ευθύμιος και ο Χαμαϊλίδης Κυριαζής, βρέθηκαν στο χωριό Νικηφόρο της Δράμας. Η γυναίκα του Καραγκούνη, Ροδόπη, έμαθε που βρίσκεται ο άντρας της και πήγε να τον συναντήσει. Την παρακολούθησαν όμως κάποιοι αντίπαλοι κομμουνιστές αντάρτες και το επόμενο πρωί όταν οι τρεις συγχωριανοί βγήκαν από το σπίτι, τους θέρισαν με τα αυτόματα. Η κυρία Ροδόπη γύρισε με δάκρυα στα μάτια στο χωριό και ειδοποίησε τους συγγενείς των άλλων δύο νεκρών. Επέστρεψαν πάλι πίσω στη Δράμα για να πάρουν τις σωρούς τους. Με τα ίδια τους τα χέρια τους ξέθαψαν και τους έφεραν να αναπαυτούν για πάντα στο χώμα του χωριού τους που τόσο είχαν αγαπήσει αλλά δεν αξιώθηκαν να το χαρούν ελεύθερο.

Τον Ιούλιο του 1946, ο αστυνομικός διοικητής της Γεννησέας με ακόμη δύο χωροφύλακες, ήρθαν με ένα τζιπ στο χωριό και ζήτησαν να μάθουν πού είναι του μακαρίτη Παπά Λάζαρου του Τερζανίδη το αμπέλι. Εκεί, πήγαν σε συγκεκριμένο σημείο που φαινόταν να γνωρίζει καλά και κάτω από δύο πρόχειρα κλαδιά, βρήκε δύο ιταλικά όπλα και 170 φυσίγγια. Αμέσως συνέλαβαν τους δύο γιους του που κατοικούσαν στο χωριό, Γρηγόρη και Κωνσταντίνο Τερζανίδη για παράνομη οπλοκατοχή. Στη συνέχεια αναζήτησαν και τον τρίτο αδελφό Ιωάννη Τερζανίδη (γνωστό ως Γιάνγκο) στο σπίτι του στην Ξάνθη, αυτός όμως είδε έγκαιρα το τζιπ έξω από το σπίτι του και διέφυγε στο βουνό, μαζί με τους κομμουνιστές αντάρτες. Αντί γι’ αυτόν λοιπόν συνελήφθη η σύζυγός του Μαρία και τα δύο τους παιδιά έμειναν στη φροντίδα της γιαγιάς τους και του κουμπάρου τους Ιωάννη Δολαπτσόγλου.

Οι τρεις κρατούμενοι ταλαιπωρήθηκαν και υπέφεραν πολλά δεινά στη φυλακή. Όταν δικάστηκαν, γλίτωσαν την εκτέλεση γιατί πολλοί χωριανοί κατέθεσαν υπέρ τους και το βάρος έπεσε κυρίως στον Γιάνγκο που είχε ήδη διαφύγει. Παρ’όλα αυτά καταδικάστηκαν σε φυλάκιση. Τα αδέρφια επέμεναν ακόμη και πολλά χρόνια αργότερα ότι ουδέποτε είχαν κρύψει αυτά τα όπλα στο αμπέλι τους και το ερώτημα παρέμεινε πάντοτε ζωντανό: ποιος τα έβαλε εκεί και μάλιστα με τέτοια προχειρότητα και γιατί; Πως ήξερε ο χωροφύλακας ακριβώς που θα τα βρει; Μέχρι το τέλος της ζωής τους τα αδέλφια αναρωτιόνταν ποιος ήταν αυτός που θέλησε τότε να τους κάνει τόσο κακό.

Ο Γιάνγκος στο βουνό έγινε γνωστός ως καπετάν Σίφουνας αλλά δεν ήταν εκδικητικός άνθρωπος και έτσι δεν έβλαψε κανέναν στο χωριό και επιπλέον δεν επέτρεψε και σε κανέναν άλλον να επιτεθεί στους χωριανούς του. Κατέβαινε άλλωστε με προφυλάξεις μερικές φορές στο Μαγικό και οι χωριανοί του δεν τον κατέδωσαν.

Αναφέρονται διάφορα περιστατικά σχετικά με τη γενναιοψυχία αλλά και την ευσπλαχνία του Καπετάν Σίφουνα. Συγχωριανοί μας που υπηρετούσαν τότε τη θητεία τους αναφέρουν ότι όταν ένας συνάδελφός τους πιάστηκε από τους αντάρτες, ο Γιάγκος τον λυπήθηκε, τον ελευθέρωσε τη νύχτα κρυφά και έστειλε μ’αυτόν χαιρετίσματα στο χωριό του. Ακόμη έναν αιχμάλωτο, τον Αναστάσιο Σαββίδη από τη Λευκόπετρα όταν τον είδε να τον έχουν δεμένο χειροπόδαρα για 40 ημέρες, αντάρτες άλλης ομάδας τους ρώτησε: -γιατί τον έχετε δεμένο αυτόν; - για να μη φύγει, του απάντησαν. – λύστε τον αμέσως, αν θέλει να φύγει ας πάει στο καλό, αν πάλι θέλει οικειοθελώς να μας ακολουθήσει, είναι ευπρόσδεκτος. Έτσι λοιπόν τον έλυσαν, αλλά φοβήθηκε να φύγει αφού ήταν ήδη μέσα στα Βουλγαρικά σύνορα και τους ακολούθησε. Κατέληξε να εργάζεται στη Ρουμανία έως το 1953, οπότε επέστρεψε μετά από ενέργειες της οικογένειάς του και αξιώθηκε να ζήσει μόλις 8 μήνες στην Ελλάδα όπου απεβίωσε. Όσο ζούσε δεν λησμονούσε να μνημονεύει τον Γιάνγκο που του είχε σώσει όπως έλεγε τη ζωή.

Το 1957, ο ανιψιός του Γιάγκου, Λάζαρος Τερζανίδης συνάντησε κάποιον που όταν άκουσε το επίθετο Τερζανίδης, του διηγήθηκε ότι κάποτε ο Καπετάν Σίφουνας με δέκα άντρες είχαν αιχμαλωτίσει ολόκληρο το λόχο του και τους άφησε να επιλέξουν για το αν θα μείνουν ή θα φύγουν. Αυτός είχε παραμείνει μαζί με τους αντάρτες για τρεις μήνες και είπε: ήταν πολύ καλός άνθρωπος ο θείος σου, δεν πείραξε ούτε εξανάγκασε ποτέ κανέναν. Δυστυχώς όμως ο Γιάνγκος έγινε θύμα των περιστάσεων και ακολούθησε το δρόμο της ξενιτιάς και κατέληξε στη Ρωσία όπου και απεβίωσε χωρίς να χαρεί την οικογένεια και το χωριό του που τόσο αγαπούσε.

O εμφύλιος σπαραγμός, τελείωσε με την επικράτηση του επισήμου κράτους έναντι των κομουνιστών ανταρτών και οι πληγές που άφησε στην ήδη λαβωμένη από την κατοχή Ελλάδα ήταν μεγάλες και χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να επουλωθούν. Η Ελλάδα δεν κατάφερε να εξαργυρώσει κανένα όφελος από τον πόλεμο ενάντια στον Γερμανο-Ιταλικό Άξονα, παρά μόνο κατέληξε χρεωμένη, κατεστραμμένη και με τους ανθρώπους της πεινασμένους, εξαθλιωμένους, διχασμένους να θρηνούν τους νεκρούς και τις χαμένες τους περιουσίες. Με υπομονή, πείσμα και πολύ πολύ δουλειά, οι χωριανοί μας κατάφεραν σιγά σιγά να ορθοποδήσουν και να επουλώσουν τις πληγές του πολέμου.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ










Η ειρηνική περίοδος όμως δεν κράτησε πολύ. Οι προσφυγικές οικογένειες που με τόσο κόπο είχαν καταφέρει να επιζήσουν και έχτιζαν με κοπιαστικά βήματα το μέλλον τους, είχαν και πολλά ακόμη βάσανα να αντιμετωπίσουν. Τα παιδιά πήγαν στο σχολείο ο πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ανυποψίαστα ότι αυτή η μέρα θα άλλαξε άρδην τη ζωή τους. Επέστρεψαν στα σπίτια και στα χωράφια για να βρουν τους γονείς τους και να τους ανακοινώσουν τα φοβερά νέα: κηρύχτηκε πόλεμος, τα σχολεία έκλεισαν, η Ιταλία επιτέθηκε στην Ελλάδα. Η καμπάνα του χωριού σήμανε και αυτή τα τρομερά μαντάτα και στα χείλη όλων μόνο μια λέξη αντηχούσε, πόλεμος….πόλεμος! Και τη σημασία της λέξης αυτής τη γνώριζαν πολύ καλά οι χωριανοί. Είχαν δει τις τρομερές συνέπειές του, στην ίδια τους τη ζωή.







Αμέσως όλοι τρέξανε στην κοινότητα του χωριού, όπου υπήρχε το μοναδικό ραδιόφωνο για να ακούσουν τα επίσημα νέα. Από εκεί ενημερωνόντουσαν σχετικά με την επιστράτευση και οι περισσότεροι άντρες του χωριού, εγκαταλείψαν τις οικογένειες, τα σπίτια και τα χωράφια τους και έφυγαν για το μέτωπο. Ήταν αποφασισμένοι να υπερασπιστούν με όλη τους τη δύναμη και την ψυχή τις οικογένειές τους και όλα αυτά που με τόσα βάσανα είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν στη γη που πονούσαν τώρα πιο πολύ και από την παλιά τους πατρίδα.

Τα γυναικόπαιδα και οι ηλικιωμένοι, δυσκολεύτηκαν πολύ να αντεπεξέλθουν στην καθημερινότητα χωρίς τη συνδρομή των αντρών. Τα περισσότερα σταροχώραφα έμειναν άσπαρτα καθώς δε βοήθησε και οι καιρικές συνθήκες, αφού ο χειμώνας του 1940 ήταν πολύ βαρύς. Τα νέα από το μέτωπο ήταν αρχικά ενθαρρυντικά και τους έδιναν κουράγιο, όμως την άνοιξη του 1941 και τη γερμανική επίθεση, οι ελπίδες εξανεμίστηκαν.

Στα μέσα του Απριλίου, ήρθε από τη χωροφυλακή διαταγή στο χωριό να εγκαταλείψουν όλοι τα σπίτια τους, να πάρουν όλοι μαζί τους ότι μπορούσαν να κουβαλήσουν και να κατευθυνθούν δυτικά προς την Καβάλα. Υπήρχε η εκτίμηση από τις Ελληνικές αρχές ότι ο Γερμανο-βουλγαρικός άξονας θα έβρισκε διέξοδο προς το Αιγαίο μέσω της Θράκης και δεν θα καταλάμβανε τη Μακεδονία, έτσι αποφασίστηκε η εκκένωση της Θράκης. Μια εκτίμηση που αποδείχθηκε εκ των υστέρων, παράλογα αισιόδοξη.

Εκτός από κάποιους ηλικιωμένους που αρνήθηκαν να απομακρυνθούν μην αντέχοντας να ξαναζήσουν το δράμα της προσφυγιάς, όλο το χωριό ξεσηκώθηκε ανάστατο να τραπεί σε φυγή. Έζεψαν τα ζευγάρια τους στα κάρα και φόρτωσαν επάνω ότι μπορούσαν από τα υπάρχοντά τους και πολλές φορές και τα πράγματα των πιο φτωχών γειτόνων που δεν είχαν κάρο και ξεκίνησαν. Ήταν ένα θλιβερό καραβάνι, όπου ακούγονταν τα κλάματα των παιδιών, οι θρήνοι των γυναικών και το αγκομαχητό των ζώων που έσερναν με κόπο τα φορτωμένα κάρα. Ήμουν μωρό 6 μηνών στην αγκαλιά της μητέρας μου πάνω στο κάρο και η γιαγιά μου κρατούσε και οδηγούσε πεζή τα βόδια ώστε να μη βαραίνει και αυτή το κάρο που είχε παραφορτωθεί ακόμη και με πράγματα γειτόνων. Όλοι μαζί, άνθρωποι και ζώα προχωρούσαν σε αυτόν τον καινούργιο Γολγοθά προς το άγνωστο.

Το καραβάνι μεγάλωσε με την προσθήκη και των άλλων χωριών και πέρασε το Νέστο. Διανυκτέρευαν στο ύπαιθρο και συνέχιζαν προς τα δυτικά ώσπου έφτασαν έως την Καρβάλη. Εκεί τους πρόφτασαν τα νέα που ανέτρεψαν το σχέδιο φυγής. Οι γερμανοί είχαν καταλάβει τη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα και προχωρούσαν ακάθεκτοι προς την Ξάνθη. Οι ελπίδες έσβησαν όταν παρακολούθησαν με έκπληκτα μάτια τα μηχανοκίνητα τμήματα του αγέρωχου γερμανικού στρατού να διασχίζουν με ταχύτητα το δρόμο, να τους προσπερνούν και να κατευθύνονται προς την Ξάνθη. Οι αναμνήσεις των παλαιοτέρων από εχθρικό στρατό, ήταν η εικόνα του μισοξυπόλητου και ανοργάνωτου τουρκικού στρατού που τους έδιωχνε από τις πατρογονικές τους εστίες. Τέτοιο θέαμα σαν το γερμανικό στρατό δεν είχαν αντικρίσει ποτέ. Φόβος αλλά και δέος φώλιαζε στην καρδιά τους καθώς ξεκίνησαν για την πορεία της επιστροφής στα χωριά τους.

Ενώ τα γυναικόπαιδα βρισκόταν στο ύπαιθρο, άκουγαν το θόρυβο της μάχης, οι άντρες της Θράκης προσπαθούσαν να υπερασπιστούν με αυτοθυσία και τα ελάχιστα μέσα που διέθεταν τα πάτρια εδάφη. Στη γέφυρα του Νέστου δόθηκε ισχυρή μάχη ώστε να αποτρέψουν τους γερμανούς να περάσουν προς τη Θράκη, αλλά η υπεροχή του εχθρού σε όπλα, αριθμό και εξοπλισμό, οδήγησε στην αναπόφευκτη ήτα των Ελλήνων υπερασπιστών.

Ο πατέρας μου Ευστάθιος Γρηγοριάδης που ανήκε στη φρουρά του Νέστου, μου διηγούνταν ότι είχαν λάβει εντολή να καταστρέψουν τη γέφυρα και να εμποδίσουν τους Γερμανούς να διασχίσουν το ποτάμι. Ανατίναξαν τη γέφυρα και αντιστάθηκαν με όλες τους τις δυνάμεις. Την εμπειρία του από τη μάχη αυτή την αποτύπωσε στο παρακάτω ποίημα.




ΤΟΥ ΝΕΣΤΟΥ ΤΑ ΘΟΛΑ ΝΕΡΑ

Του Νέστου τα θολά νερά
Τα όρη τα σκιάζουν
Εκεί κείνται ελληνόπουλα
Που όλοι τα θαυμάζουν

Οι Γερμανοί σαν φθάσανε
Στο Νέστο αρματωμένοι
Τη γέφυρα τη βρήκανε
Παντού κατεστραμμένη

Τις βάρκες ετοιμάσανε
για να περάσουν πέρα
αντίκρυ τους οι Έλληνες
τους βάλανε αέρα

Επίθεση αρχίσανε
Χάι Χίτλερ φωνάζουν
Μα τους ολίγους Έλληνες
Αυτά δεν τους τρομάζουν

Τρεις ώρες μάχη βάσταξε
Μες τ’άγριο σκοτάδι
Τοξότες και Παράδεισος
Καπνός γίναν και στάχτη

Μνημείο πρέπει να στηθεί
Γι’ αυτούς που είναι πεσμένοι
Πέσαν για την Ελλάδα μας
Για να’ ναι δοξασμένοι

Κατά τη διάρκεια της κατοχής, έγραψε ακόμη ένα ποίημα που το απήγγειλα αργότερα στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου.

28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

Σαν σήμερα ω έλληνες
Βροντούσε το κανόνι
Όχι απήντησε η Ελλάς
Και ας ήτανε και μόνη

Των ιταλών τα τάγματα
Τα πολυξακουσμένα
Στην Πίνδο και στον Καλαμά
Εβγήκαν ντροπιασμένα

Και στην Κλεισούρα , Κορυτσά
Χτυπούσαν οι καμπάνες
Κι’ Έλληνες ανάβανε
Της λευτεριάς λαμπάδες

Όλος ο κόσμος θαύμασε
Παιδιά αντρειωμένα
Με λόγχη π’ αντικρίσανε
Τα τανκς και τα κανόνια

Σημαία γαλανόλευκη
Πάντα θα κυματίζει
Η Ελλάδα κι’ αν υπέφερε
Στη δόξα θα βαδίζει


Ο ενθουσιασμός όμως από τις πρώτες νίκες είχε ήδη ξεχαστεί. Οι χωριανοί επέστρεψαν πίσω μετά από την ταλαιπωρία της άσκοπης μετακίνησης τους που κράτησε μια βδομάδα. Οι δουλειές στα χωράφια τους περίμεναν, τα καπνόφυτα χρειάζονταν πότισμα και ξεβοτάνισμα, αλλά η διάθεση όλων ήταν μαύρη. Τους είχε κυριέψει ο φόβος και η αβεβαιότητα. Θα τους άφηναν οι Γερμανοί να ζήσουν όπως πριν; Ήδη στο μικρό διάστημα που έλειψαν, οι μουσουλμάνοι των γύρω χωριών που δεν είχαν μετακινηθεί (η Τουρκία πρόσκειταν θετικά προς τον άξονα), είχαν βρει την ευκαιρία και είχαν ορμήσει στα άδεια Ελληνικά χωριά για πλιάτσικο των άδειων σπιτιών και εκφοβισμό των γερόντων που είχαν απομείνει μόνοι. Από τα σπίτια τους έλλειπαν εργαλεία και ότι άλλο μπορούσε να θεωρηθεί χρήσιμο, που όμως να καταγγείλουν τις κλοπές; Σε ποια αρχή;

Οι άντρες άρχισαν να επιστρέφουν από τις διαλυμένες τους μονάδες, αφού κατάφερναν να εξασφαλίσουν με χίλια παρακάλια κάποια πολιτική περιβολή, ώστε να μη συλληφθούν. Το χωριό άρχισε να αποκτά τους κανονικούς του ρυθμούς. Οι Γερμανοί, εκτός από κάποια μεγάλα ζώα που πήραν, συνήθως άλογα, δεν ενόχλησαν ιδιαίτερα τους χωρικούς. Δυστυχώς όμως η Θράκη δόθηκε στους Βούλγαρους κατά τη διανομή των εδαφών της Ελλάδας, οι οποίοι κατέφθασαν το καλοκαίρι του 1941, ακριβώς πάνω στην εποχή του θέρους.

Εγκαταστάθηκαν στην κοινότητα και το σχολείο του χωριού και άρχισαν να εφαρμόζουν πολύ σκληρή πολιτική. Ο στόχος ήταν ο αφελληνισμός της Θράκης, έτσι εφάρμοσαν πολύ σκληρά μέτρα κατά του ντόπιου πληθυσμού. Οι βουλγαρικές αρχές ήταν παρούσες στον αλωνισμό του σταριού εκείνης της πενιχρής ούτως ή άλλως σοδειάς. Επιτρέπουν σε κάθε οικογένεια να κρατήσει από το στάρι της αυστηρά μόνο όσο θα χρειαστεί για σπόρο την επόμενη σπορά και επιπλέον 170 κιλά για κάθε άτομο. Το υπόλοιπο το κατάσχουν. Επίσης εισβάλουν στα σπίτια και κατάσχουν ζώα και ότι άλλο φαγώσιμο βρίσκουν. Το φάσμα της πείνας πλακώνει απειλητικά όλα τα χωριά, όπως εξάλλου και όλη την υπόλοιπη χώρα.

Αναφέρονται πάρα πολλά περιστατικά βίαιων ξυλοδαρμών χωριανών χωρίς αιτία, με αφορμή ότι είχαν πάνω τους λίγο φαγητό που θα έτρωγαν στις δουλειές τους. Εισέβαλλαν απροειδοποίητα ξανά και ξανά στα σπίτια με την πρόφαση ότι αναζητούν τυχόν κρυμμένα όπλα και αρπάζουν ότι βρουν, ακόμη και το λιγοστό σιτάρι που τους είχαν επιτρέψει να κρατήσουν για σπόρο. Η επιβίωση γίνεται ένας καθημερινός αγώνας ενάντια στην πείνα και την τρομοκρατία. Οι χωριανοί καταφέρνουν να επιβιώσουν περισώζοντας από τη σοδειά τους ότι μπορούσαν να κρύψουν. Όταν θερίζουν τα στάχυα, κρυφά τα τινάζουν και τα κοπανούν με ξύλα, ώστε να πάρουν λίγο σιτάρι που το κρύβανε στις θημωνιές, στους αχυρώνες και στα υπόγεια. Η τιμωρία αν το ανακάλυπταν οι Βούλγαροι, εκτός από την κατάσχεσή του, είναι και ο βίαιος ξυλοδαρμός. Υπήρχε τέτοιος εκφοβισμός, ώστε ούτε μεταξύ τους δεν το ομολογούσανε.

Η εξαθλίωση και η πείνα έφεραν τους χωριανούς σε απόγνωση. Έβγαιναν και μάζευαν τσουκνίδες και χόρτα και τα έβραζαν χωρίς λάδι. Πολλοί έψαχναν φαγητό στα αμπέλια του χωριού όπου ζούσαν πολλές χελώνες και σκαντζόχοιροι, που έγιναν περιζήτητος μεζές, όσο για την ομελέτα από τα αβγά των χελωνών, αυτή ήταν σπάνια λιχουδιά. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η κατάσταση στα χωριά ήταν λιγότερο τραγική από τα αστικά κέντρα. Δεν πέρναγε μέρα που να μην έρχονταν εξαθλιωμένοι Ξανθιώτες να ζητιανέψουν λίγα ψίχουλα, ώστε να ζήσουν. Χαρακτηριστικά ένας χωριανός που βρέθηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Ξάνθης σε αγγαρεία με το κάρο του και κουβάλαγε για λογαριασμό των Βουλγάρων πατάτες, αναφέρει ότι όταν ένας στρατιώτης πέταξε μισό σακί πατάτες στο πεινασμένο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί και ικέτευε για τροφή, ορμήξανε και παλεύανε να πάρουν ο καθένας και από μία που την έτρωγε όπως ήτανε, ωμή με τις φλούδες. Πλήρης εξευτελισμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Οι θάνατοι από πείνα ήταν πολύ συχνοί, ιδίως μεταξύ των παιδιών και των ηλικιωμένων.


Εκτός από τον αγώνα κατά της ασιτίας, οι χωριανοί είχαν και πολλά άλλα να τους ταλαιπωρούν. Πολύ συχνά τους ανάγκαζαν να δουλεύουν για λογαριασμό των στρατευμάτων κατοχής, χωρίς βέβαια αμοιβή. Τα σχολεία ήταν κλειστά και γινόταν προσπάθεια εκβουλγαρισμού του πληθυσμού. Ο Έλληνας Παπα Λάζαρος εκδιώχθηκε από την εκκλησία και αντικαταστάθηκε από το Βούλγαρο Παπα-Ηλία που λειτουργούσε στα Βουλγαρικά. Η νεκρώσιμη ακολουθία για τον Παπα- Λάζαρο το 1943, έγινε έξω από την εκκλησία του χωριού που ήταν κλειδωμένη από το Βούλγαρο ιερέα. Ο αδερφός του θανόντα, αρχιμανδρίτης Παπα Χαρίτων έψαλε στα ελληνικά μαζί με όλο το χωριό την τελευταία ακολουθία στον αγαπητό από όλους ιερέα σε ατμόσφαιρα βαθιάς συγκίνησης.

Η καλλιέργεια του καπνού συνεχιζόταν κανονικά, αφού οι βουλγαρικές αρχές το απαιτούσαν έτσι ώστε να τον αγοράζουν σε εξευτελιστικές τιμές, πληρώνοντας με λίγα λέβα που είχαν ελάχιστη αγοραστική αξία. Ακόμη και ο βραδινός φωτισμός του καπνοχώραφου, απαραίτητος για τη συγκομιδή, ήταν ένα σοβαρό πρόβλημα. Δεν είχαν πετρέλαιο για τις λάμπες τους, έτσι χρησιμοποιούσαν ασετιλίνη που την προμηθεύονταν με μεγάλη δυσκολία. Μέχρι τη Δράμα έστελναν τις ηλικιωμένες γυναίκες που δεν τις έλεγχαν ιδιαίτερα οι Βούλγαροι, ώστε να την αγοράσουν. Η ασετιλίνη ήταν μια γαλάζια πέτρα που στην επαφή της με το νερό δημιουργούσε εύφλεκτες αναθυμιάσεις που τις άναβαν και είχαν φωτισμό, μόνο όμως σε ανοικτό χώρο καθώς οι αναθυμιάσεις ήταν τοξικές. Για εσωτερικούς χώρους έφτιαχναν αυτοσχέδια κεριά με χοιρινό λίπος και βαμβακερό φυτίλι. Όλες οι καθημερινές δραστηριότητες είχαν μεταβληθεί σε άθλους που προσπαθούσαν με πολύ κόπο και ευρηματικότητα και πάντοτε με το φόβο του ξυλοδαρμού, της κατάσχεσης ή της φυλάκισης, να βγάλουν σε πέρας ώστε να επιζήσουν.

Κάποιες ελάχιστες οικογένειες δυστυχώς υπέκυψαν και «βουλγαρογραφτήκανε», αποκτήσανε δηλαδή τη Βουλγαρική υπηκοότητα και έπαψαν να υποφέρουν όσα τυραννούσαν τους υπόλοιπους συχωριανούς τους. Οι περισσότεροι όμως υπέμεναν με την ελπίδα της απελευθέρωσης βαθιά ριζωμένη μέσα τους. Υπήρξαν χωριανοί που αποφάσισαν να εργασθούν έμπρακτα για αυτό τον ιερό σκοπό και έφυγαν ώστε να ενισχύσουν τα αντάρτικα που είχαν οργανωθεί στο Κοτζά Ορμάν. Οι συνέπειες για τις οικογένειές τους είναι τραγικές.

Χαρακτηριστικά, όταν το 1942 ο Κωνσταντίνος Μαργαριτόπουλος, έφυγε για να ενισχύσει το αντάρτικο του καπετάν Βαγγέλη στο Κοτζά Ορμάν, οι Βούλγαροι έπιασαν τον μεγαλύτερο του γιο Στέργιο σε ηλικία 13 ετών και των ρωτούσαν που είναι ο πατέρας του. Όσο το παιδί τους απαντούσε ότι δε γνωρίζει, τόσο τον βασάνιζαν χτυπώντας τον στις πατούσες με το βούρδουλα. Το μαρτύριο κράτησε για ώρες μέχρι που τα πόδια του έγιναν κατάμαυρα από το ξύλο και αδυνατούσε να τα πατήσει. Δύο ηλικιωμένες γυναίκες τον κουβάλησαν στο σπίτι, όπου έμεινε στο κρεβάτι και μπόρεσε να περπατήσει με δυσκολία μετά από δύο μήνες. Τα μικρότερα αδερφάκια του 8 και 3 ετών, δεν κατάφεραν να επιζήσουν και πέθαναν από την πείνα.

O επόμενος που έφυγε για το αντάρτικο το 1943, ήταν ο Ζήσης Χρήστος, γνωστός ως Καραγκούνης λόγω της καταγωγής του από το Μουζάκι της Καρδίτσας, που ήταν ενωμοτάρχης στην ανατολική Θράκη και κατέληξε στο Μαγικό με τη γυναίκα του Ροδόπη μαζί με τους υπόλοιπους Θρακιώτες πρόσφυγες. Όταν διαπίστωσε ότι οι Βουλγαρικές αρχές τον υποπτεύονταν, λόγω ίσως της προϋπηρεσίας του, έφυγε αμέσως για το Κοτζά Ορμάν. Οι στρατιώτες κύκλωσαν αμέσως το σπίτι του και πήραν τη γυναίκα του στην κοινότητα. Εκεί άρχισε η ανάκριση στην οποία για καλή της τύχη ήρθε και ο Βούλγαρος πρόεδρος του χωριού που είχε μεγαλύτερη εξουσία από τους στρατιωτικούς. Ήταν ο Μπάι Στέφανος, που ήταν καινούργιος και πιο ήπιος από τον προκάτοχό του. Όταν λοιπόν του εξήγησαν γιατί ανακρίνουν τη γυναίκα, είπε: Ο άντρας της ήταν ένας αλήτης που την παράτησε με τέσσερα παιδιά και έφυγε, αφήστε την λοιπόν να πάει στα παιδιά της. Έτσι γλίτωσε η κυρία Ροδόπη τις συνηθισμένες για τις οικογένειες των ανταρτών, συνέπειες.

Για το αντάρτικο φύγανε επίσης λίγο αργότερα ο Χαμαϊλίδης Κυριαζής και ο Φωτεινόπουλος Ευθύμιος. Όλοι οι χωριανοί μας αντάρτες ήταν στο Κοτζά Ορμάν και έρχονταν στο χωριό με μεγάλες προφυλάξεις για να δουν τις οικογένειες τους αλλά και για να ξεσηκώσουν τους υπόλοιπους άντρες του χωριού να αντισταθούν στη Βουλγαρική κατοχή. Το αντάρτικο όπως και σε κάθε γωνιά της Ελλάδος, φούντωνε και δυνάμωνε και στην Ξάνθη. Οι κατακτητές όμως είχαν τη δύναμη ακόμη να εκφοβίζουν και να ελέγχουν την πλειοψηφία του πληθυσμού.

Το πρωί της Κυριακής των Βαΐων του 1943, οι Βούλγαροι έστησαν τα πολυβόλα τους σε θέση βολής στην πλατεία του χωριού και συγκέντρωσαν όλους τους άντρες ηλικίας άνω των 16 ετών. Τα αδέρφια Ιωάννης και Κων/νος Τερζανίδης, ειδοποιήθηκαν έγκαιρα από το δεκάχρονο ανιψιό τους Λάζαρο Τερζανίδη και έφυγαν για τα αντάρτικα. Οι Σάββας Τοπσίδης και Ιωάννης Κωστελίδης, που επιχείρησαν να κάνουν το ίδιο, πιάστηκαν και σύρθηκαν με βουρδουλιές από τους έφιππους στρατιώτες στην πλατεία, όπου είχαν συγκεντρωθεί όλοι.

Η αγωνία του πλήθους ήταν μεγάλη. Τι αποτρόπαια σχέδια είχαν άραγε οι κατακτητές; Τι τους περίμενε; Ανάμεσα στους χωριανούς ήταν και ο Θωμάς Σιδηρόπουλος, που καταγόταν από τον Καύκασο και είχε μάθει τα ρώσικα κατά τη διάρκεια της ρωσικής εκεί κυριαρχίας έως το 1918. Πλησίασε λοιπόν το Βούλγαρο Αξιωματικό και του είπε σε άπταιστα Ρωσικά: Εσείς που είστε ένα οργανωμένο κράτος με έναν οργανωμένο στρατό, γιατί θέλετε να σκοτώσετε έναν άμαχο πληθυσμό; Τι κατηγορίες έχετε εναντίον μας; Ο αξιωματικός ξαφνιάστηκε με την ευχέρεια και την ευστοχία των λόγων του και του απάντησε και αυτός στα Ρωσικά, δείχνοντας το πλήθος: Πολλοί από αυτούς βοηθούν τους αντάρτες! Ο κύριος Θωμάς δεν πτοήθηκε και απάντησε: Αυτές είναι ανυπόστατες κατηγορίες. Εμείς είμαστε φιλήσυχοι άνθρωποι που κοιτάζουμε τις δουλειές μας και ουδεμία σχέση έχουμε με αυτά που μας κατηγορείτε!

Ο αξιωματικός πήγε στην κοινότητα του χωριού και η αγωνία στο πλήθος κορυφωνόταν, όσο δεν επέστρεφε. Οι γυναίκες και τα παιδιά παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα από τους γύρω δρόμους. Όταν επιστρέφει ο Αξιωματικός δίνει την εντολή να ξεχωρίσουν από το πλήθος οι παρακάτω:
· Ζήσης Ιωάννης (υιός του Χρήστου Καραγκούνη)
· Τοπτσίδης Σάββας
· Κωστελίδης Ιωάννης
· Σπανός Ιωάννης
· Δολαπτσόγλου Ανέστης και ο υιός του Γεώργιος
· Μπούρας Ιωάννης (γαμπρός του αντάρτη Χαμαϊλίδη Κυριαζή) και οι υιοί του Στέργιος και Παναγιώτης
· Γουσγουριώτης Παναγιώτης
· Ηλιόπουλος Κωνσταντίνος
· Τοπαλίδης Μιχαήλ
· Βλάχος Αντώνιος και ο αδερφός του Αναστάσιος
(εάν δεν αναφέρθηκε κάποιος, δεν έγινε σκοπίμως)
Με ποια κριτήρια επιλέχθηκαν οι παραπάνω, δεν έγινε γνωστό. Ποιος άραγε κατέδωσε τους συγχωριανούς του;

Οι υπόλοιποι αφέθηκαν ελεύθεροι να επιστρέψουν στα σπίτια τους και όλοι ευχαριστούσαν τον Θωμά Σιδηρόπουλο για την παρέμβασή του. Ο αξιωματικός του έσφιξε το χέρι και τον ρώτησε για τα άπταιστα ρωσικά του. Ίσως με αυτά να έσωσε όλους τους άντρες του χωριού, ίσως πάλι οι Βούλγαροι να ήθελαν απλώς να τους εκφοβίσουν και όχι να τους εκτελέσουν. Παρόμοια περιστατικά εξάλλου αναφέρονται και σε άλλα γειτονικά χωριά.

Τους δεκατέσσερις που ξεχώρισαν από το χωριό μας τους οδήγησαν πεζούς και με βουρδουλιές στην Ξάνθη. Τον κύριο Τοπαλίδη Μιχαήλ μάλιστα που δεν μπορούσε να περπατήσει καλά και ήταν και ηλικιωμένος, τον ποδοπατούσαν με τα άλογά τους. Εκεί δικάστηκαν, βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν από δύο έως τέσσερις μήνες.

Όσο η κατοχή συνεχίζεται, τόσο και άλλοι χωριανοί ενισχύουν τον αντιστασιακό αγώνα. Σταδιακά αναχωρούν οι: Κούδρος Δημήτριος (ή Μιτάκος), Βουτσάς Νικόλαος, Αντωνιάδης Κωνσταντίνος, Τσιλιγγίρης Γεώργιος, Πανίδης Παναγιώτης, Γουσγουριώτης Δημήτριος, Ευστάθιος και Γεώργιος Τσαρτσάρας, Μαυρίδης Δημήτριος, Τοπσίδης Σάββας και Θεοφάνης και Λαζαρίδης Γεώργιος. Για ένα τόσο μικρό χωριό, ο αριθμός των αντιστασιακών αγωνιστών ήταν σημαντικός και μαρτυράει την αγάπη των χωριανών για την πατρίδα τους.

Τον Οκτώβριο του 1944, οι Βουλγαρικές αρχές άρχισαν να αναχωρούν από τη Θράκη, έχοντας χάσει τον πόλεμο. Η ευλογημένη πνοή της ελευθερίας επιστρέφει σταδιακά και στον κάμπο της Ξάνθης. Οι Βούλγαροι φορτώνουν σε κάρα ότι μπορούν να πάρουν μαζί τους και αναχωρούν με τα τρένα. Πηγαίνουν για τελευταία φορά στα σπίτια των Ελλήνων και ζητούν με την απειλή των όπλων τα ζευγάρια και τα κάρα τους. Οι άντρες κρύβονται γιατί φοβούνται μήπως τους πάρουν αιχμαλώτους.

Έτσι ήρθαν και στο σπίτι μας και ζήτησαν από τη γιαγιά μου Σωτηρία Γρηγοριάδου να ζέψει τα βόδια στο κάρο μας και να πάει μαζί τους, έως το σιδηροδρομικό σταθμό και μετά να επιστρέψει πίσω με το κάρο της. Ο φόβος όμως δεν την άφηνε να τους πιστέψει και να τους ακολουθήσει και τους είπε: Πάρτε ότι θέλετε, αλλά εγώ μαζί σας δεν έρχομαι! Μήπως ήταν πρώτη φορά που θα έχανε το βιός της; Την ψυχή της μόνο να μην παίρνανε και θα τα έφτιαχνε πάλι όλα από την αρχή. Αφήστε τα ελεύθερα όταν τελειώσετε, τους είπε, και θα βρουν αυτά το δρόμο τους. Πράγματι, το σούρουπο τα βόδια επέστρεψαν μόνα τους σέρνοντας το αδειανό κάρο και η χαρά της γιαγιάς μου ήταν απερίγραπτη.

ΤΑ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΑ

Η Ξάνθη προπολεμικά υπήρξε το μεγαλύτερο καπνοπαραγωγικό κέντρο στη Βόρειο Ελλάδα με μεγάλη και εξαιρετικής ποιότητας παραγωγή, πολλά καπνομάγαζα, εταιρείες και γραφεία καπνεμπόρων. Κάποιοι έμποροι που ήταν αμερικανοί, είχαν κτίσει στη βόρεια πλευρά του χωριού, εκεί όπου σήμερα περνάει η Εγνατία οδός, ένα σπιτάκι. Εκεί η γη ήταν ακαλλιέργητη με φυσική πρασινάδα που την καθιστούσε ιδανική για γκολφ. Είχαν φτιάξει εκεί λοιπόν ένα γήπεδο που φρόντιζε και συντηρούσε ένας φύλακας. Έρχονταν οι Αμερικανοί έμεναν στο σπιτάκι και έπαιζαν γκολφ. Οι πιτσιρικάδες του χωριού έβρισκαν τη χαρά τους. Προσπαθούσαν να φανούν χρήσιμοι είτε κουβαλώντας τα μπαστούνια, είτε ψάχνοντας την μπάλα που χανόταν σε ψηλά χόρτα, έτσι ώστε να εξασφαλίσουν το πολυπόθητο φιλοδώρημα που τόσο είχαν ανάγκη. Το σπιτάκι και το γήπεδο ερήμωσε από την έναρξη του πολέμου και δεν χρησιμοποιήθηκε ξανά από τότε.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΕΙΡΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ















Αφού κτίστηκαν τα σπίτια, οι οικογένειες εγκαταστάθηκαν σε αυτά και ένιωσαν για πρώτη φορά μετά από χρόνια, ότι έχουν κάτι που τους ανήκει. Ρίχτηκαν λοιπόν με μεγαλύτερο ζήλο στη δουλειά, ώστε να καλύψουν σιγά σιγά και τις υπόλοιπές τους ανάγκες.











Αρχική μέριμνα της κάθε οικογένειας ήταν να αποκτήσει ένα ζευγάρι από μεγάλα ζώα (βόδια, αγελάδες ή βουβάλια). Με το ζευγάρι ξεχέρσωναν εκτάσεις και τις έσπερναν. Κύρια καλλιέργεια ήταν ο καπνός μία δύσκολη παραγωγή που έμαθαν με την άφιξή τους και την συνέχισαν αφού είχε αρχικά πολύ καλή τιμή πώλησης. Όσο όμως οι πρόσφυγες καλλιεργούσαν και η παραγωγή αυξανόταν, τόσο η τιμή πώλησής του έπεφτε. Το γεγονός αυτό δεν τους αποθάρρυνε και συνέχισαν να τον καλλιεργούν ελπίζοντας σε καλύτερες τιμές την επόμενη σοδειά. Επιπλέον καλλιεργούσαν σιτάρι για το ψωμί τους, καλαμπόκι και κριθάρι για ζωοτροφές, σουσάμι από το οποίο έβγαζαν λάδι και όσπρια για τη διατροφή τους.









Το 1931, έγινε η επίσημη διανομή του κλήρου σε κάθε οικογένεια, ανάλογα με τα μέλη της. Δόθηκαν τεμάχια σε κάθε οικογένεια από όλες τις περιοχές του χωριού ώστε μην αδικηθεί κανείς. Έτσι κάθε οικογένεια απέκτησε αγροτεμάχια στον αγγαθότοπο (τσαλίντερι), στους λόφους (μπαΐρια), στο βουβαλότοπο (μαντάμπουγα), στα καπνοχώραφα και στα αμπέλια. Επιπλέον δόθηκε και περίπου ένα στρέμμα κοντά στα σπίτια της κάθε οικογένειας για λαχανόκηπο.






Για τα αμπελοχώραφα, επιλέχθηκαν οι 3 λόφοι που βρίσκονται βορειοδυτικά από το κοιμητήριο του χωριού. Μέσα σε λίγα χρόνια, ο τόπος αυτός είχε μεταβληθεί σε επίγειο παράδεισο. Οι χωριανοί φύτεψαν εκεί τα αμπέλια τους και πολλά οπωροφόρα δέντρα. Αχλαδιές, κυδωνιές, αμυγδαλιές, δαμασκηνιές, μηλιές και πολλά άλλα δέντρα, χάριζαν τη σκιά και τους καρπούς τους στους χωριανούς. Ξεχωριστή θέση είχε το αμπέλι του Παπά Λάζαρου, που ήταν και το μεγαλύτερο. Είχε φυτέψει γύρω από το αμπέλι αγριοχαρουπιές με αγκάθια που τα κλαδιά τους τα χρησιμοποιούσαν και για περιφράξεις. Ποιος από τους χωριανούς δεν είχε φάει σταφύλια από του Παπά Λάζαρου το αμπέλι ή απίδια από την απιδιά του Παπαδόπουλου στο δρόμο του για τον αγκαθότοπο; Είχαν προσλάβει μάλιστα και φύλακα ώστε να προστατεύει τη σοδειά από κλέφτες ή από κοπάδια ζώων.

Η εποχή του τρύγου ήταν μεγάλη ευλογία και η σοδειά έφτανε για να χορτάσει ακόμη και τους πιο φτωχούς. Με το μούστο έφτιαχναν το κρασί της οικογένειας αλλά και πετμέζι και ρετσέλι. Το πετμέζι γίνονταν με το βράσιμο του μούστου και ήταν ένα γλυκό σιρόπι που αντικαθιστούσε κάποιες φορές τη ζάχαρη ή το μέλι. Μέσα στο πετμέζι που έβραζε, έριχναν και κομμάτια από κόκκινη κολοκύθα που είχαν μουλιάσει για ώρες σε ασβεστόνερο ώστε να παραμένουν τραγανά και έτσι παρασκεύαζαν το ρετσέλι, το γλυκό που γλύκαινε τις κοπιαστικές τους μέρες.

Τα αμπέλια δυστυχώς με το πέρασμα των ετών εγκαταλείφθηκαν και σήμερα το μόνο που έχει απομείνει είναι οι αγριοχαρουπιές που ορίζουν το παλιό αμπέλι του Παπά Λάζαρου. Από επίγειος παράδεισος, έγιναν ανεπίσημος σκουπιδότοπος. Όταν τύχει και περάσω από εκεί μελαγχολώ, αναλογιζόμενος την ομορφιά που υπήρξε κάποτε εδώ σε σύγκριση με την ασχήμια του σήμερα.

Μία μεγάλη πηγή πλούτου για όλον τον κάμπο της Ξάνθης ήταν το μεγάλο δάσος στο δέλτα του Νέστου (Κοτζά Ορμάν). Από τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς, με τα κάρα τους όλοι οι χωριανοί πήγαιναν στο δάσος για να κόψουν ξύλα ώστε να αντιμετωπίσουν το κρύο του χειμώνα και να μαγειρέψουν το καθημερινό φαγητό. Η εξόρμηση για ξυλεία γινόταν συνήθως με παρέες γειτόνων και διαρκούσε περίπου δύο μέρες. Από την ξυλεία του Κοτζά Ορμάν ζεστάθηκαν για δεκαετίες όλα τα χωριά του κάμπου και χτίστηκαν οι στάβλοι, οι αχυρώνες και οι αποθήκες των προσφύγων.

Το δάσος αναπλήρωνε της απώλειες από την υλοτομία, καθώς αναπτυσσόταν εύκολα λόγω του Δέλτα του ποταμού που είχε έδαφος εύφορο και πολύ υγρασία. Οι λεύκες που κυρίως το αποτελούσαν (μαύρα καβάκια), έφταναν σε πολύ μεγάλα μεγέθη ώστε 5 ή 6 άντρες δεν μπορούσαν να αγκαλιάσουν τον κορμό τους. Οι κισσοί και οι φτέρες ανάμεσα στα δέντρα, έκαναν το δάσος απροσπέλαστο και το έκαναν το τέλειο καταφύγιο για πολλά άγρια ζώα. Για τις παραπάνω αρετές του, το μεγάλο δάσος αποτέλεσε το καταφύγιο για τους αντάρτες κατά τη διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου. Τότε έγιναν πολλές προσπάθειες εμπρησμού του δάσους στα πλαίσια της δίωξης των ανταρτών, οι οποίες όμως απέτυχαν να το καταστρέψουν, λόγω της υψηλής του υγρασίας. Έτσι επιβίωσε έως τα μέσα της δεκαετίας του 1960, οπότε οι κρατικές αρχές το εκρίζωσαν με μηχανικά μέσα. Εκεί που έστεκε κάποτε αγέρωχο, τώρα συναντά κανείς χωράφια και την Αμερικανική βάση του Δασοχωρίου. Ελάχιστα απομεινάρια του παλιού μεγαλείου έχουν μείνει παράλληλα στην κοίτη του Νέστου.



ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Υπάρχει η παρακάτω εκδοχή, σχετικά με την ονομασία του χωριού.
Όταν έγινε η διανομή των οικοπέδων, όπου παρευρίσκονταν όλοι οι χωριανοί, ο προϊστάμενος της γεωργικής υπηρεσίας, απευθύνθηκε στον κόσμο λέγοντας:
- Ε πατριώτες, το όνομα που έχει τώρα το χωριό σας ξέρετε ότι είναι Τουρκικό. Τι όνομα ελληνικό να βάλουμε στο χωριό σας;
Κάποιος πήρε το λόγο και πρότεινε το όνομα του χωριού του στην «Πατρίδα», στην Ανατολική Θράκη. Όμως ο προϊστάμενος παρατήρησε τότε ότι και αυτό το όνομα είχε τουρκική ρίζα.
- Στο χωριό μου, είχαμε εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης που γιόρταζε το Μάιο, επέμενε ο χωριανός.
- Ώστε λοιπό κάνατε μαγιάτικο πανηγύρι, απάντησε ο προϊστάμενος.
Σκέφτηκε λοιπόν να βγάλει ένα παράγωγο από τη λέξη Μάης και έλεγε:
- Μάικο δεν πάει, Μαικό πάλι δεν πάει
Οπότε αποφάσισε να βάλει και το γράμμα γάμα και ονόμασε το χωριό «Μαγικόν».
Ήδη από αρχεία του 1925, το χωριό αναφέρεται με το καινούργιο του όνομα. Δεν έχει διασωθεί άλλη εκδοχή σχετικά με την ονομασία και φαίνεται ότι το όνομα δεν έχει σχέση με τη έννοια της μαγείας ούτε μάλλον με το κατά πόσο είναι μαγευτική η τοποθεσία, όπως πιθανώς συμπεραίνει όποιος το ακούει.

ΤΟ ΚΤΙΣΙΜΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ


Οι πρόσφυγες λοιπόν από τη μία πλευρά προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τον επιούσιο και από την άλλη, έρχονταν από το Παλιό Κατράμιο ή την Αλκυόνη στο χωριό, όπου χτίζονταν τα σπίτια τους. Τα οικόπεδα είχαν χαραχθεί και διανεμηθεί στους δικαιούχους (όπως το χάρτη που παραθέτουμε) και η ανοικοδόμηση είχε ξεκινήσει από το κράτος. Καθένας όμως συνέβαλλε τα μέγιστα με την προσωπική του εργασία στο κτίσιμο του σπιτιού του, σκάβοντας θεμέλια, φτιάχνοντας πλιθιά και κτίζοντας.


Στον επάνω συνοικισμό των Ποντίων, έκοβαν τα πλιθιά 300 μέτρα περίπου βόρεια του συνοικισμού, όπου αργότερα έγιναν τα αλώνια. Στον κάτω συνοικισμό, έκοβαν πλιθιά στα ανατολικά στη «βάλτα». Εκεί, από τα πλιθιά που βγάζανε, είχε δημιουργηθεί μια μικρή λιμνούλα. Αυτή τη θυμάμαι έως τα τέλη τις δεκαετίας του 1950 και ήταν το μέρος όπου ρίχναμε το Σταυρό για τον καθαγιασμό των υδάτων τα Φώτα και εκεί όπου η πιτσιρικαρία του χωριού κολυμπούσε τα καλοκαίρια. Δυστυχώς με την πάροδο του χρόνου γέμισε βδέλλες που κολλούσαν πάνω μας και δεν μπορούσαμε να ξεφορτωθούμε παρά μόνο με την καύτρα του τσιγάρου και σιγά σιγά παρατήσαμε το κολύμπι εκεί. Η βάλτα αποστραγγίστηκε όταν ανοίχτηκε ένα κανάλι στα ανατολικά του χωριού.

Σχετικά με τη διανομή των σπιτιών, ο καθένας ήθελε να έχει κοντά τους συγγενείς και τους φίλους του. Το αίτημα αυτό, έγινε μάλλον δεκτό από τους διανομείς γιατί αν παρατηρήσει κανείς βλέπει συγγενικές οικογένειες να μένουν σε γειτονικά σπίτια. Τα σπίτια ήταν χτισμένα σε οικόπεδα των 1000 τετραγωνικών μέτρων, στο βορειοανατολικό τμήμα του οικοπέδου με 4 μέτρα απόσταση από τα σύνορα του οικοπέδου. Το σχήμα τους είναι γωνιακό με τη μέσα γωνία να κοιτάει νοτιοδυτικά. Αποτελούνταν από δύο δωμάτια και έναν ενδιάμεσο χώρο με τζάκι, που χρησίμευε για κουζίνα. Επίσης υπήρχε αποθήκη για τα καπνά.

Οι πόντιοι πρόσφυγες, εγκαταστάθηκαν στον επάνω (βόρειο) συνοικισμό και όσοι περίσσεψαν στο βορειοανατολικό τμήμα του κάτω (νότιου) συνοικισμού. Δεν υπήρχε κανείς πόντιος στον υπόλοιπο κάτω συνοικισμό και κανείς Θρακιώτης στον επάνω συνοικισμό, προφανώς αυτή ήταν η επιθυμία των εγκατασταθέντων, αφού οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων δεν ήταν αρμονικές.

Α’ ΜΕΡΟΣ (Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ)



ΜΑΓΙΚΟ ΞΑΝΘΗΣ

Σε απόσταση 8 χιλιομέτρων νότια από την πόλη της Ξάνθης, στο δρόμο για τα Μάγγανα, βρίσκεται ένα χωριό με το όνομα Μαγικό. Αν παρατηρήσει κανείς το χάρτη, βρίσκεται στο μέσον περίπου του κάμπου της Ξάνθης. Πρόκειται για ένα χωριό που δημιουργήθηκε από πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής που ήρθαν από την Ανατολική Θράκη και από τον Πόντο.

Οι Θρακιώτες πρόσφυγες βρίσκονταν ελάχιστα καλύτερη μοίρα, διότι ήρθαν οδικώς. Ιδίως όσοι είχαν κάρα, κατάφεραν να περισώσουν περισσότερα αγαθά. Κάποιοι κατάφεραν να φέρουν και λιγοστά οικόσιτα ζώα. ¨Όμως πως μπορούν αυτά να συγκριθούν με το βιός μιας ολόκληρης ζωής που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν; Κανείς τους δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να πουλήσει την ακίνητή του περιουσία και ότι δεν μπορούσε να το κουβαλήσει, το άφησε πίσω για πάντα.

Ακόμη χειρότερες συνθήκες αντιμετώπισαν οι Πόντιοι πρόσφυγες, οι οποίοι ήρθαν ακτοπλοϊκώς. Πριν επιβιβασθούν στα καράβια, περνούσαν από αυστηρό σωματικό έλεγχο των Τούρκων, οι οποίοι δεν τους επέτρεπαν να κουβαλούν σχεδόν τίποτα και καταλήστευαν οτιδήποτε θα μπορούσε να έχει κάποια χρηματική αξία. Για να καταφέρουν να περάσουν κάποιες χρυσές λίρες από τα κομποδέματα που εγκατέλειψαν πίσω τους, αναγκάζονταν να τις ράψουν σε απίθανα ή και απόκρυφα μέρη, κυρίως των παιδιών τους, ώστε να έχουν να πληρώσουν για το ψωμί τους τον πρώτο καιρό της προσφυγιάς.

Η πίεση του ελέγχου ήταν τόσο ασφυκτική που οι περισσότεροι με το φόβο του τσανταρμά (χωροφύλακα), έφευγαν πολύ βιαστικά και μόνο με κανένα ρούχο στα χέρια. Υπάρχουν πολλά περιστατικά συγγενών που χάθηκαν μεταξύ τους μέσα στην άτακτη και βεβιασμένη φυγή. Συγκεκριμένα η συχωρεμένη η γιαγιά μου, Σωτηρία Γρηγοριάδου, έχασε την μικρή της κόρη Σοφία (9 ετών τότε) και προτίμησε να φύγει μόνο με το ένα της παιδί τον Ευστάθιο (11 ετών) έτσι ώστε να σωθεί η ίδια και η ζωή του ενός τουλάχιστον παιδιού της. Την κόρη της ευτυχώς, την βρήκε περίπου 8 χρόνια αργότερα μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Δυστυχώς όμως, πολλές άλλες οικογένειες δεν καταφέρανε να σμίξουνε ποτέ ξανά μετά την μεγάλη εθνική τραγωδία.

Αντίθετα, οι μουσουλμάνοι της περιοχής μας, δεν ήταν υποχρεωμένοι να αποχωρήσουνε. Όσοι τελικά φύγανε για την Τουρκία, αποχώρησαν σταδιακά και αφού τους δόθηκε η ευκαιρία να πουλήσουν ότι ήθελαν και να πάρουν μαζί τους ότι επιθυμούσαν. Αναφέρεται μάλιστα ότι εκτός από τα σπίτια και τα χωράφια τους, πούλησαν και πήραν χρήματα από τους Έλληνες που εγκαταστάθηκαν εδώ ακόμη και χέρσα λιβάδια που δεν τους ανήκαν στην πραγματικότητα.

Μετά από ταλαιπωρίες, εξευτελισμό της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας και με την οδύνη του ξεριζωμού από τα πατρογονικά εδάφη και της απώλειας όλων όσα είχαν δημιουργήσει με το μόχθο των χεριών τους, οι πρόσφυγες κατέληξαν στην πεδιάδα της Ξάνθης να αναζητούν νέα πατρίδα. Κουβαλώντας τα λιγοστά υπάρχοντά τους, περιφέρονταν για να διαλέξουν τον τόπο που θα έστηναν το καινούργιο σπιτικό τους. Κάποιοι Θρακιώτες από την ανατολική Θράκη αλλά και κάποιοι Πόντιοι, αποφάσισαν να εγκατασταθούν σε μία τοποθεσία που λεγόταν Κοτζά-Μαμουτλή (ο μεγάλος Μαμούτ) και κατοικούνταν από Τούρκους τσιφλικάδες. Η περιοχή ήταν πεδινή, χωρίς έλη που φρόντιζαν να τα αποφύγουν, γιατί φοβόντουσαν την ελονοσία.

Εκεί υπήρχαν συνολικά επτά τσιφλίκια , τα οποία κατοικούνταν από τις οικογένειες και τους ακτήμονες υποτακτικούς των: Ισκεντέρ Μπεή, Τσομπάν Αγά, Χαντζηεμίν Αγά, Ισκεντέρ Ογλού Χουσείν, Φεήμ Μπεή, Δράμαλη Μεμέτ Μπεή και Φατμέ Χανούμ. Επίσης υπήρχε και ένα τζαμί χωρίς μιναρέ. Από αυτά τα κτίσματα, σώζονται μέχρι σήμερα μία σχεδόν ολόκληρη κατοικία και δύο ακόμη κατοικίες που υπέστησαν ανακατασκευές και κατοικούνται σήμερα από τις οικογένειες Κανταρτζή, Αντωνιάδη και Λελεκίδη αντίστοιχα.

Το Ελληνικό κράτος, αγόρασε τα χωράφια και το τσιφλίκι του Φεήμ Μπέη και σε αυτήν την έκταση χτίστηκαν αργότερα οι δύο συνοικισμοί του χωριού. Ενδιάμεσα στους δύο συνοικισμούς, υπήρχαν χωράφια που ανήκαν στους άλλους τσιφλικάδες που δεν θέλησαν να τα πουλήσουν τότε. Αυτό οφείλονταν πιθανόν στην ελπίδα τους να πετύχουν καλύτερη τιμή ή ακόμη, επειδή η πολιτική κατάσταση εκείνη την εποχή ήταν πολύ ρευστή, στην πιθανότητα επανελέγχου της περιοχής από τους Τούρκους. Αργότερα και σταδιακά, πούλησαν και αυτοί τις περιουσίες τους και έφυγαν για την Τουρκία. Η έκταση που εξασφάλισαν αρχικά οι Ελληνικές αρχές με την αγορά της περιουσίας του Φεήμ Μπέη, επαρκούσε για τις 100 περίπου κατοικίες που προγραμμάτιζαν να χτίσουν ώστε να στεγαστούν οι προσφυγικές οικογένειες. Έτσι μη θέλοντας να έρθουν σε ρήξη με τους άλλους τσιφλικάδες, το χωριό οικοδομήθηκε διαιρεμένο σε δύο συνοικισμούς (μαχαλάδες), τον επάνω (βόρειο) και τον κάτω (νότιο).

Πριν όμως δημιουργηθούν οι κατοικίες και οργανωθεί το χωριό, οι προσφυγικές οικογένειες στεγάστηκαν σε χώρους που υποχρεώθηκαν να παραχωρήσουν οι μουσουλμάνοι. Οι περισσότεροι Θρακιώτες πρόσφυγες, εγκαταστάθηκαν στα τσιφλίκια του χωριού. Εκεί, οι οικογένειες που ήταν και πολύτεκνες οι περισσότερες, στριμώχτηκαν σε ένα δωμάτιο ή σε μια αποθήκη ή ακόμη και σε υπόστεγα. Πολλές φορές μάλιστα, οι χώροι αυτοί χωρίζονταν στα δύο υποτυπωδώς με κανένα κιλίμι για να χωρέσει και δεύτερη οικογένεια. Τα πάντα είχαν γεμίσει από πρόσφυγες.

Το τσιφλίκι του Φεήμ Μπεή, που βρισκόταν δίπλα στη σημερινή πλατεία του χωριού και κάλυπτε δύο σημερινά οικοδομικά τετράγωνα, ήταν το μεγαλύτερο. Συγκεκριμένα, εκτείνονταν από το βορρά από τη σημερινή παιδική χαρά έως το παντοπωλείο της κυρίας Σερνισλίδου και από το νότο από τη σημερινή εκκλησία έως την οικία της οικογένειας Ελευθεριάδη. Στη νοτιοδυτική γωνία βρισκόταν η διώροφη εντυπωσιακή κατοικία του Αγά που δυστυχώς δε σώζεται σήμερα και σε όλη τη νοτιοανατολική πλευρά υπήρχε μια μεγάλη αποθήκη. Αρχικά περίπου 30 οικογένειες Θρακιωτών προσφύγων στεγάστηκαν για 2 χρόνια εκεί και μάλιστα κάποιες από αυτές στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στο χωριό Μέλισσα, 6χλμ νότια του Μαγικού. Στη νοτιοανατολική πλευρά, ήταν χτισμένη από βορρά προς νότο η μεγάλη πλινθόκτιστη αποθήκη του Αγά που αργότερα μεγάλο μέρος της αποτέλεσε την πρώτη εκκλησία του χωριού και ένα μικρότερο μέρος έγινε το 1930 η πρώτη κοινότητα.

Όσοι δε χώρεσαν, παρόλο το στρίμωγμα στα τσιφλίκια του Κοτζά Μαμουτλή, κατέλυσαν στα σπίτια των Μουσουλμάνων του χωριού Αλκυόνη (2χλμ ανατολικά του Μαγικού). Οι ελληνικές αρχές, υποχρέωσαν τις μουσουλμανικές οικογένειες που ζούσαν εκεί να ενοικιάσουν, με ενοίκιο που πλήρωνε το ελληνικό κράτος, ένα δωμάτιο σε κάθε οικογένεια προσφύγων. Ευτυχώς, οι περισσότεροι είχαν επιπλέον το δωμάτιο για το παστάλι του καπνού (παστάλ οτασί) το οποίο βρέθηκε να στεγάζει ολόκληρες οικογένειες για δύο περίπου χρόνια. Οι οικογένειες των Ποντίων προσφύγων, στεγάστηκαν σε δωμάτια ή αποθήκες και υπόστεγα καπνού των μουσουλμάνων του παλιού Κατραμίου (2χλμ Βορειοανατολικά του Μαγικού), με τους οποίους το Ελληνικό κράτος είχε κάνει την ίδια συμφωνία ενοικίασης.

Οι μουσουλμανικές αυτές οικογένειες, είχαν δικά τους χωράφια όπου καλλιεργούσαν κυρίως καπνά. Από αυτά τα χωράφια, ενοικιάστηκαν υποχρεωτικά 4 με 5 στρέμματα στις οικογένειες των προσφύγων, ώστε να τα καλλιεργήσουν και ξεκινήσουν να έχουν κάποιο εισόδημα. Έτσι λοιπόν, οι πρόσφυγες έμαθαν κοντά στους μουσουλμάνους την καλλιέργεια του καπνού και κατέβαλλαν το ενοίκιο για τα χωράφια, μετά την πώληση της πρώτης εκείνης σοδειάς.

Η προσαρμογή των προσφύγων ήταν πολύ δύσκολη και πολλοί πέθαναν τα πρώτα χρόνια από τις κακουχίες. Είχαν να ζήσουν με το βαρύ καημό της απώλειας όλων όσων ήξεραν, αγαπούσαν και είχαν κτίσει με τον ιδρώτα τους. Ήξεραν ότι όλα αυτά δεν θα τα ξαναζούσαν ούτε θα τα ξανάβλεπαν, αν και κάποιοι πέθαναν με την ελπίδα ακόμη ζωντανή μέσα τους. Επιπλέον είχαν να αντιμετωπίσουν και τα επιτακτικά προβλήματα της καθημερινότητας. Εκτός από τα βασικά αγαθά που τους έλλειπαν, ζούσαν στοιβαγμένοι σε ακατάλληλα καταλύματα και καλούνταν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην με την καλλιέργεια του καπνού. Η καλλιέργεια αυτή, ήταν άγνωστη στους περισσότερους Θρακιώτες και Πόντιους.

Ο πρώτος χρόνος της προσφυγιάς, ήταν και ο χειρότερος. Ζούσαν τρώγοντας τσουκνίδες και αγριόχορτα και επιπλέον από τη βοήθεια κάποιων μουσουλμάνων, που δεν μπορούσαν να μείνουν αδιάφοροι μπροστά στην εξαθλίωσή τους. Κάποιοι έκαναν μεροκάματα στα χωράφια των μουσουλμάνων και έτσι μάθαιναν παράλληλα και την τέχνη του καπνού.

Εκείνα τα χρόνια η τιμή του καπνού ήταν σχετικά υψηλή και έτσι μετά από δύο χρόνια καλλιέργειας, κάποιες οικογένειες κατάφεραν να αγοράσουν και κάποιο μεγάλο ζώο, βόδι ή άλογο. Δύο οικογένειες μαζί, μπόρεσαν και έκαναν ένα ζευγάρι ικανό να ζευτεί για τις γεωργικές εργασίες. Έτσι, μπόρεσαν να οργώσουν και να σπείρουν και σιτάρι, ώστε να εξασφαλίσουν το σταρένιο ψωμί που θεωρούσαν είδος πρώτης ανάγκης.

Πριν την άφιξη των προσφύγων, στον κάμπο καλλιεργούνταν μόνο καπνός, καλαμπόκι απ΄ όπου έκαναν και το ψωμί τους και κριθάρι για ζωοτροφή. Όταν θέλησαν οι πρόσφυγες να σπείρουν και σιτάρι, οι μουσουλμάνοι τους περιγελούσαν και τους έλεγαν «ολμάζ», δηλαδή «δεν γίνεται» και τους αποθαρρύνανε σε αυτή τους την προσπάθεια. Η σπορά του σταριού όμως έγινε και η παρθένος γη που είχαν ξεχερσώσει με τα χέρια και τα ζώα τους, ανταπέδωσε πλούσιους καρπούς στους πεινασμένους πρόσφυγες.

Επιτρέψτε μου σε αυτό το σημείο, να εξάρω τη βοήθεια που προσέφεραν ορισμένοι μουσουλμάνοι στους πρόσφυγες. Τους έδιναν καλαμποκίσιο ψωμί (μπομπότα), λέγοντας «κρίμα είναι» (κιουνάχ ντουρ) σε αντίθεση με κάποιους άλλους που δεν έβλεπαν με καλό μάτι την εγκατάσταση των Ελλήνων.
Θα ήθελα να σας αναφέρω μάλιστα και μια προσωπική μου εμπειρία. Το 1946, όταν ήμουν έξι ετών, επισκεφθήκαμε με τη γιαγιά μου στο Παλαιό Κατράμιο την οικογένεια του Μουμίν, στο σπίτι του οποίου έμενε αρχικά η οικογένεια της γιαγιάς μου. Εκεί μου έδειξε το δωματιάκι όπου ζήσανε τα δύο πρώτα χρόνια. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η εγκαρδιότητα με την οποία μας υποδεχτήκανε και η διάθεσή τους να μας φιλέψουνε με ότι είχανε, αν και δεν μπορούσα να καταλάβω την μεταξύ τους συνομιλία που γινόταν στα Τουρκικά. Το ίδιο συνέβαινε και όταν μας επισκέπτονταν η οικογένεια του Μουμίν στο σπίτι μας στο Μαγικό. Αφού μάλιστα στο παιδικό μου μυαλό είχε ριζώσει η ιδέα ότι ήμασταν συγγενείς, ίσως γιατί δεν είχαμε άλλους συγγενείς κοντά μας και με αυτή την οικογένεια είχαμε μια πολύ θερμή σχέση. Αργότερα κατάλαβα ότι επρόκειτο απλά για μια ειλικρινή και βαθιά φιλία μεταξύ των οικογενειών μας. Όταν μάλιστα το 1948, αποφάσισαν να φύγουν στην Τουρκία φοβούμενοι προφανώς τις συνέπειες του εμφυλίου, η στεναχώρια ήταν πολύ μεγάλη για όλους μας.