Α’ ΜΕΡΟΣ (Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ)



ΜΑΓΙΚΟ ΞΑΝΘΗΣ

Σε απόσταση 8 χιλιομέτρων νότια από την πόλη της Ξάνθης, στο δρόμο για τα Μάγγανα, βρίσκεται ένα χωριό με το όνομα Μαγικό. Αν παρατηρήσει κανείς το χάρτη, βρίσκεται στο μέσον περίπου του κάμπου της Ξάνθης. Πρόκειται για ένα χωριό που δημιουργήθηκε από πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής που ήρθαν από την Ανατολική Θράκη και από τον Πόντο.

Οι Θρακιώτες πρόσφυγες βρίσκονταν ελάχιστα καλύτερη μοίρα, διότι ήρθαν οδικώς. Ιδίως όσοι είχαν κάρα, κατάφεραν να περισώσουν περισσότερα αγαθά. Κάποιοι κατάφεραν να φέρουν και λιγοστά οικόσιτα ζώα. ¨Όμως πως μπορούν αυτά να συγκριθούν με το βιός μιας ολόκληρης ζωής που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν; Κανείς τους δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να πουλήσει την ακίνητή του περιουσία και ότι δεν μπορούσε να το κουβαλήσει, το άφησε πίσω για πάντα.

Ακόμη χειρότερες συνθήκες αντιμετώπισαν οι Πόντιοι πρόσφυγες, οι οποίοι ήρθαν ακτοπλοϊκώς. Πριν επιβιβασθούν στα καράβια, περνούσαν από αυστηρό σωματικό έλεγχο των Τούρκων, οι οποίοι δεν τους επέτρεπαν να κουβαλούν σχεδόν τίποτα και καταλήστευαν οτιδήποτε θα μπορούσε να έχει κάποια χρηματική αξία. Για να καταφέρουν να περάσουν κάποιες χρυσές λίρες από τα κομποδέματα που εγκατέλειψαν πίσω τους, αναγκάζονταν να τις ράψουν σε απίθανα ή και απόκρυφα μέρη, κυρίως των παιδιών τους, ώστε να έχουν να πληρώσουν για το ψωμί τους τον πρώτο καιρό της προσφυγιάς.

Η πίεση του ελέγχου ήταν τόσο ασφυκτική που οι περισσότεροι με το φόβο του τσανταρμά (χωροφύλακα), έφευγαν πολύ βιαστικά και μόνο με κανένα ρούχο στα χέρια. Υπάρχουν πολλά περιστατικά συγγενών που χάθηκαν μεταξύ τους μέσα στην άτακτη και βεβιασμένη φυγή. Συγκεκριμένα η συχωρεμένη η γιαγιά μου, Σωτηρία Γρηγοριάδου, έχασε την μικρή της κόρη Σοφία (9 ετών τότε) και προτίμησε να φύγει μόνο με το ένα της παιδί τον Ευστάθιο (11 ετών) έτσι ώστε να σωθεί η ίδια και η ζωή του ενός τουλάχιστον παιδιού της. Την κόρη της ευτυχώς, την βρήκε περίπου 8 χρόνια αργότερα μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Δυστυχώς όμως, πολλές άλλες οικογένειες δεν καταφέρανε να σμίξουνε ποτέ ξανά μετά την μεγάλη εθνική τραγωδία.

Αντίθετα, οι μουσουλμάνοι της περιοχής μας, δεν ήταν υποχρεωμένοι να αποχωρήσουνε. Όσοι τελικά φύγανε για την Τουρκία, αποχώρησαν σταδιακά και αφού τους δόθηκε η ευκαιρία να πουλήσουν ότι ήθελαν και να πάρουν μαζί τους ότι επιθυμούσαν. Αναφέρεται μάλιστα ότι εκτός από τα σπίτια και τα χωράφια τους, πούλησαν και πήραν χρήματα από τους Έλληνες που εγκαταστάθηκαν εδώ ακόμη και χέρσα λιβάδια που δεν τους ανήκαν στην πραγματικότητα.

Μετά από ταλαιπωρίες, εξευτελισμό της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας και με την οδύνη του ξεριζωμού από τα πατρογονικά εδάφη και της απώλειας όλων όσα είχαν δημιουργήσει με το μόχθο των χεριών τους, οι πρόσφυγες κατέληξαν στην πεδιάδα της Ξάνθης να αναζητούν νέα πατρίδα. Κουβαλώντας τα λιγοστά υπάρχοντά τους, περιφέρονταν για να διαλέξουν τον τόπο που θα έστηναν το καινούργιο σπιτικό τους. Κάποιοι Θρακιώτες από την ανατολική Θράκη αλλά και κάποιοι Πόντιοι, αποφάσισαν να εγκατασταθούν σε μία τοποθεσία που λεγόταν Κοτζά-Μαμουτλή (ο μεγάλος Μαμούτ) και κατοικούνταν από Τούρκους τσιφλικάδες. Η περιοχή ήταν πεδινή, χωρίς έλη που φρόντιζαν να τα αποφύγουν, γιατί φοβόντουσαν την ελονοσία.

Εκεί υπήρχαν συνολικά επτά τσιφλίκια , τα οποία κατοικούνταν από τις οικογένειες και τους ακτήμονες υποτακτικούς των: Ισκεντέρ Μπεή, Τσομπάν Αγά, Χαντζηεμίν Αγά, Ισκεντέρ Ογλού Χουσείν, Φεήμ Μπεή, Δράμαλη Μεμέτ Μπεή και Φατμέ Χανούμ. Επίσης υπήρχε και ένα τζαμί χωρίς μιναρέ. Από αυτά τα κτίσματα, σώζονται μέχρι σήμερα μία σχεδόν ολόκληρη κατοικία και δύο ακόμη κατοικίες που υπέστησαν ανακατασκευές και κατοικούνται σήμερα από τις οικογένειες Κανταρτζή, Αντωνιάδη και Λελεκίδη αντίστοιχα.

Το Ελληνικό κράτος, αγόρασε τα χωράφια και το τσιφλίκι του Φεήμ Μπέη και σε αυτήν την έκταση χτίστηκαν αργότερα οι δύο συνοικισμοί του χωριού. Ενδιάμεσα στους δύο συνοικισμούς, υπήρχαν χωράφια που ανήκαν στους άλλους τσιφλικάδες που δεν θέλησαν να τα πουλήσουν τότε. Αυτό οφείλονταν πιθανόν στην ελπίδα τους να πετύχουν καλύτερη τιμή ή ακόμη, επειδή η πολιτική κατάσταση εκείνη την εποχή ήταν πολύ ρευστή, στην πιθανότητα επανελέγχου της περιοχής από τους Τούρκους. Αργότερα και σταδιακά, πούλησαν και αυτοί τις περιουσίες τους και έφυγαν για την Τουρκία. Η έκταση που εξασφάλισαν αρχικά οι Ελληνικές αρχές με την αγορά της περιουσίας του Φεήμ Μπέη, επαρκούσε για τις 100 περίπου κατοικίες που προγραμμάτιζαν να χτίσουν ώστε να στεγαστούν οι προσφυγικές οικογένειες. Έτσι μη θέλοντας να έρθουν σε ρήξη με τους άλλους τσιφλικάδες, το χωριό οικοδομήθηκε διαιρεμένο σε δύο συνοικισμούς (μαχαλάδες), τον επάνω (βόρειο) και τον κάτω (νότιο).

Πριν όμως δημιουργηθούν οι κατοικίες και οργανωθεί το χωριό, οι προσφυγικές οικογένειες στεγάστηκαν σε χώρους που υποχρεώθηκαν να παραχωρήσουν οι μουσουλμάνοι. Οι περισσότεροι Θρακιώτες πρόσφυγες, εγκαταστάθηκαν στα τσιφλίκια του χωριού. Εκεί, οι οικογένειες που ήταν και πολύτεκνες οι περισσότερες, στριμώχτηκαν σε ένα δωμάτιο ή σε μια αποθήκη ή ακόμη και σε υπόστεγα. Πολλές φορές μάλιστα, οι χώροι αυτοί χωρίζονταν στα δύο υποτυπωδώς με κανένα κιλίμι για να χωρέσει και δεύτερη οικογένεια. Τα πάντα είχαν γεμίσει από πρόσφυγες.

Το τσιφλίκι του Φεήμ Μπεή, που βρισκόταν δίπλα στη σημερινή πλατεία του χωριού και κάλυπτε δύο σημερινά οικοδομικά τετράγωνα, ήταν το μεγαλύτερο. Συγκεκριμένα, εκτείνονταν από το βορρά από τη σημερινή παιδική χαρά έως το παντοπωλείο της κυρίας Σερνισλίδου και από το νότο από τη σημερινή εκκλησία έως την οικία της οικογένειας Ελευθεριάδη. Στη νοτιοδυτική γωνία βρισκόταν η διώροφη εντυπωσιακή κατοικία του Αγά που δυστυχώς δε σώζεται σήμερα και σε όλη τη νοτιοανατολική πλευρά υπήρχε μια μεγάλη αποθήκη. Αρχικά περίπου 30 οικογένειες Θρακιωτών προσφύγων στεγάστηκαν για 2 χρόνια εκεί και μάλιστα κάποιες από αυτές στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στο χωριό Μέλισσα, 6χλμ νότια του Μαγικού. Στη νοτιοανατολική πλευρά, ήταν χτισμένη από βορρά προς νότο η μεγάλη πλινθόκτιστη αποθήκη του Αγά που αργότερα μεγάλο μέρος της αποτέλεσε την πρώτη εκκλησία του χωριού και ένα μικρότερο μέρος έγινε το 1930 η πρώτη κοινότητα.

Όσοι δε χώρεσαν, παρόλο το στρίμωγμα στα τσιφλίκια του Κοτζά Μαμουτλή, κατέλυσαν στα σπίτια των Μουσουλμάνων του χωριού Αλκυόνη (2χλμ ανατολικά του Μαγικού). Οι ελληνικές αρχές, υποχρέωσαν τις μουσουλμανικές οικογένειες που ζούσαν εκεί να ενοικιάσουν, με ενοίκιο που πλήρωνε το ελληνικό κράτος, ένα δωμάτιο σε κάθε οικογένεια προσφύγων. Ευτυχώς, οι περισσότεροι είχαν επιπλέον το δωμάτιο για το παστάλι του καπνού (παστάλ οτασί) το οποίο βρέθηκε να στεγάζει ολόκληρες οικογένειες για δύο περίπου χρόνια. Οι οικογένειες των Ποντίων προσφύγων, στεγάστηκαν σε δωμάτια ή αποθήκες και υπόστεγα καπνού των μουσουλμάνων του παλιού Κατραμίου (2χλμ Βορειοανατολικά του Μαγικού), με τους οποίους το Ελληνικό κράτος είχε κάνει την ίδια συμφωνία ενοικίασης.

Οι μουσουλμανικές αυτές οικογένειες, είχαν δικά τους χωράφια όπου καλλιεργούσαν κυρίως καπνά. Από αυτά τα χωράφια, ενοικιάστηκαν υποχρεωτικά 4 με 5 στρέμματα στις οικογένειες των προσφύγων, ώστε να τα καλλιεργήσουν και ξεκινήσουν να έχουν κάποιο εισόδημα. Έτσι λοιπόν, οι πρόσφυγες έμαθαν κοντά στους μουσουλμάνους την καλλιέργεια του καπνού και κατέβαλλαν το ενοίκιο για τα χωράφια, μετά την πώληση της πρώτης εκείνης σοδειάς.

Η προσαρμογή των προσφύγων ήταν πολύ δύσκολη και πολλοί πέθαναν τα πρώτα χρόνια από τις κακουχίες. Είχαν να ζήσουν με το βαρύ καημό της απώλειας όλων όσων ήξεραν, αγαπούσαν και είχαν κτίσει με τον ιδρώτα τους. Ήξεραν ότι όλα αυτά δεν θα τα ξαναζούσαν ούτε θα τα ξανάβλεπαν, αν και κάποιοι πέθαναν με την ελπίδα ακόμη ζωντανή μέσα τους. Επιπλέον είχαν να αντιμετωπίσουν και τα επιτακτικά προβλήματα της καθημερινότητας. Εκτός από τα βασικά αγαθά που τους έλλειπαν, ζούσαν στοιβαγμένοι σε ακατάλληλα καταλύματα και καλούνταν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην με την καλλιέργεια του καπνού. Η καλλιέργεια αυτή, ήταν άγνωστη στους περισσότερους Θρακιώτες και Πόντιους.

Ο πρώτος χρόνος της προσφυγιάς, ήταν και ο χειρότερος. Ζούσαν τρώγοντας τσουκνίδες και αγριόχορτα και επιπλέον από τη βοήθεια κάποιων μουσουλμάνων, που δεν μπορούσαν να μείνουν αδιάφοροι μπροστά στην εξαθλίωσή τους. Κάποιοι έκαναν μεροκάματα στα χωράφια των μουσουλμάνων και έτσι μάθαιναν παράλληλα και την τέχνη του καπνού.

Εκείνα τα χρόνια η τιμή του καπνού ήταν σχετικά υψηλή και έτσι μετά από δύο χρόνια καλλιέργειας, κάποιες οικογένειες κατάφεραν να αγοράσουν και κάποιο μεγάλο ζώο, βόδι ή άλογο. Δύο οικογένειες μαζί, μπόρεσαν και έκαναν ένα ζευγάρι ικανό να ζευτεί για τις γεωργικές εργασίες. Έτσι, μπόρεσαν να οργώσουν και να σπείρουν και σιτάρι, ώστε να εξασφαλίσουν το σταρένιο ψωμί που θεωρούσαν είδος πρώτης ανάγκης.

Πριν την άφιξη των προσφύγων, στον κάμπο καλλιεργούνταν μόνο καπνός, καλαμπόκι απ΄ όπου έκαναν και το ψωμί τους και κριθάρι για ζωοτροφή. Όταν θέλησαν οι πρόσφυγες να σπείρουν και σιτάρι, οι μουσουλμάνοι τους περιγελούσαν και τους έλεγαν «ολμάζ», δηλαδή «δεν γίνεται» και τους αποθαρρύνανε σε αυτή τους την προσπάθεια. Η σπορά του σταριού όμως έγινε και η παρθένος γη που είχαν ξεχερσώσει με τα χέρια και τα ζώα τους, ανταπέδωσε πλούσιους καρπούς στους πεινασμένους πρόσφυγες.

Επιτρέψτε μου σε αυτό το σημείο, να εξάρω τη βοήθεια που προσέφεραν ορισμένοι μουσουλμάνοι στους πρόσφυγες. Τους έδιναν καλαμποκίσιο ψωμί (μπομπότα), λέγοντας «κρίμα είναι» (κιουνάχ ντουρ) σε αντίθεση με κάποιους άλλους που δεν έβλεπαν με καλό μάτι την εγκατάσταση των Ελλήνων.
Θα ήθελα να σας αναφέρω μάλιστα και μια προσωπική μου εμπειρία. Το 1946, όταν ήμουν έξι ετών, επισκεφθήκαμε με τη γιαγιά μου στο Παλαιό Κατράμιο την οικογένεια του Μουμίν, στο σπίτι του οποίου έμενε αρχικά η οικογένεια της γιαγιάς μου. Εκεί μου έδειξε το δωματιάκι όπου ζήσανε τα δύο πρώτα χρόνια. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η εγκαρδιότητα με την οποία μας υποδεχτήκανε και η διάθεσή τους να μας φιλέψουνε με ότι είχανε, αν και δεν μπορούσα να καταλάβω την μεταξύ τους συνομιλία που γινόταν στα Τουρκικά. Το ίδιο συνέβαινε και όταν μας επισκέπτονταν η οικογένεια του Μουμίν στο σπίτι μας στο Μαγικό. Αφού μάλιστα στο παιδικό μου μυαλό είχε ριζώσει η ιδέα ότι ήμασταν συγγενείς, ίσως γιατί δεν είχαμε άλλους συγγενείς κοντά μας και με αυτή την οικογένεια είχαμε μια πολύ θερμή σχέση. Αργότερα κατάλαβα ότι επρόκειτο απλά για μια ειλικρινή και βαθιά φιλία μεταξύ των οικογενειών μας. Όταν μάλιστα το 1948, αποφάσισαν να φύγουν στην Τουρκία φοβούμενοι προφανώς τις συνέπειες του εμφυλίου, η στεναχώρια ήταν πολύ μεγάλη για όλους μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: