Ο ΠΟΛΕΜΟΣ










Η ειρηνική περίοδος όμως δεν κράτησε πολύ. Οι προσφυγικές οικογένειες που με τόσο κόπο είχαν καταφέρει να επιζήσουν και έχτιζαν με κοπιαστικά βήματα το μέλλον τους, είχαν και πολλά ακόμη βάσανα να αντιμετωπίσουν. Τα παιδιά πήγαν στο σχολείο ο πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ανυποψίαστα ότι αυτή η μέρα θα άλλαξε άρδην τη ζωή τους. Επέστρεψαν στα σπίτια και στα χωράφια για να βρουν τους γονείς τους και να τους ανακοινώσουν τα φοβερά νέα: κηρύχτηκε πόλεμος, τα σχολεία έκλεισαν, η Ιταλία επιτέθηκε στην Ελλάδα. Η καμπάνα του χωριού σήμανε και αυτή τα τρομερά μαντάτα και στα χείλη όλων μόνο μια λέξη αντηχούσε, πόλεμος….πόλεμος! Και τη σημασία της λέξης αυτής τη γνώριζαν πολύ καλά οι χωριανοί. Είχαν δει τις τρομερές συνέπειές του, στην ίδια τους τη ζωή.







Αμέσως όλοι τρέξανε στην κοινότητα του χωριού, όπου υπήρχε το μοναδικό ραδιόφωνο για να ακούσουν τα επίσημα νέα. Από εκεί ενημερωνόντουσαν σχετικά με την επιστράτευση και οι περισσότεροι άντρες του χωριού, εγκαταλείψαν τις οικογένειες, τα σπίτια και τα χωράφια τους και έφυγαν για το μέτωπο. Ήταν αποφασισμένοι να υπερασπιστούν με όλη τους τη δύναμη και την ψυχή τις οικογένειές τους και όλα αυτά που με τόσα βάσανα είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν στη γη που πονούσαν τώρα πιο πολύ και από την παλιά τους πατρίδα.

Τα γυναικόπαιδα και οι ηλικιωμένοι, δυσκολεύτηκαν πολύ να αντεπεξέλθουν στην καθημερινότητα χωρίς τη συνδρομή των αντρών. Τα περισσότερα σταροχώραφα έμειναν άσπαρτα καθώς δε βοήθησε και οι καιρικές συνθήκες, αφού ο χειμώνας του 1940 ήταν πολύ βαρύς. Τα νέα από το μέτωπο ήταν αρχικά ενθαρρυντικά και τους έδιναν κουράγιο, όμως την άνοιξη του 1941 και τη γερμανική επίθεση, οι ελπίδες εξανεμίστηκαν.

Στα μέσα του Απριλίου, ήρθε από τη χωροφυλακή διαταγή στο χωριό να εγκαταλείψουν όλοι τα σπίτια τους, να πάρουν όλοι μαζί τους ότι μπορούσαν να κουβαλήσουν και να κατευθυνθούν δυτικά προς την Καβάλα. Υπήρχε η εκτίμηση από τις Ελληνικές αρχές ότι ο Γερμανο-βουλγαρικός άξονας θα έβρισκε διέξοδο προς το Αιγαίο μέσω της Θράκης και δεν θα καταλάμβανε τη Μακεδονία, έτσι αποφασίστηκε η εκκένωση της Θράκης. Μια εκτίμηση που αποδείχθηκε εκ των υστέρων, παράλογα αισιόδοξη.

Εκτός από κάποιους ηλικιωμένους που αρνήθηκαν να απομακρυνθούν μην αντέχοντας να ξαναζήσουν το δράμα της προσφυγιάς, όλο το χωριό ξεσηκώθηκε ανάστατο να τραπεί σε φυγή. Έζεψαν τα ζευγάρια τους στα κάρα και φόρτωσαν επάνω ότι μπορούσαν από τα υπάρχοντά τους και πολλές φορές και τα πράγματα των πιο φτωχών γειτόνων που δεν είχαν κάρο και ξεκίνησαν. Ήταν ένα θλιβερό καραβάνι, όπου ακούγονταν τα κλάματα των παιδιών, οι θρήνοι των γυναικών και το αγκομαχητό των ζώων που έσερναν με κόπο τα φορτωμένα κάρα. Ήμουν μωρό 6 μηνών στην αγκαλιά της μητέρας μου πάνω στο κάρο και η γιαγιά μου κρατούσε και οδηγούσε πεζή τα βόδια ώστε να μη βαραίνει και αυτή το κάρο που είχε παραφορτωθεί ακόμη και με πράγματα γειτόνων. Όλοι μαζί, άνθρωποι και ζώα προχωρούσαν σε αυτόν τον καινούργιο Γολγοθά προς το άγνωστο.

Το καραβάνι μεγάλωσε με την προσθήκη και των άλλων χωριών και πέρασε το Νέστο. Διανυκτέρευαν στο ύπαιθρο και συνέχιζαν προς τα δυτικά ώσπου έφτασαν έως την Καρβάλη. Εκεί τους πρόφτασαν τα νέα που ανέτρεψαν το σχέδιο φυγής. Οι γερμανοί είχαν καταλάβει τη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα και προχωρούσαν ακάθεκτοι προς την Ξάνθη. Οι ελπίδες έσβησαν όταν παρακολούθησαν με έκπληκτα μάτια τα μηχανοκίνητα τμήματα του αγέρωχου γερμανικού στρατού να διασχίζουν με ταχύτητα το δρόμο, να τους προσπερνούν και να κατευθύνονται προς την Ξάνθη. Οι αναμνήσεις των παλαιοτέρων από εχθρικό στρατό, ήταν η εικόνα του μισοξυπόλητου και ανοργάνωτου τουρκικού στρατού που τους έδιωχνε από τις πατρογονικές τους εστίες. Τέτοιο θέαμα σαν το γερμανικό στρατό δεν είχαν αντικρίσει ποτέ. Φόβος αλλά και δέος φώλιαζε στην καρδιά τους καθώς ξεκίνησαν για την πορεία της επιστροφής στα χωριά τους.

Ενώ τα γυναικόπαιδα βρισκόταν στο ύπαιθρο, άκουγαν το θόρυβο της μάχης, οι άντρες της Θράκης προσπαθούσαν να υπερασπιστούν με αυτοθυσία και τα ελάχιστα μέσα που διέθεταν τα πάτρια εδάφη. Στη γέφυρα του Νέστου δόθηκε ισχυρή μάχη ώστε να αποτρέψουν τους γερμανούς να περάσουν προς τη Θράκη, αλλά η υπεροχή του εχθρού σε όπλα, αριθμό και εξοπλισμό, οδήγησε στην αναπόφευκτη ήτα των Ελλήνων υπερασπιστών.

Ο πατέρας μου Ευστάθιος Γρηγοριάδης που ανήκε στη φρουρά του Νέστου, μου διηγούνταν ότι είχαν λάβει εντολή να καταστρέψουν τη γέφυρα και να εμποδίσουν τους Γερμανούς να διασχίσουν το ποτάμι. Ανατίναξαν τη γέφυρα και αντιστάθηκαν με όλες τους τις δυνάμεις. Την εμπειρία του από τη μάχη αυτή την αποτύπωσε στο παρακάτω ποίημα.




ΤΟΥ ΝΕΣΤΟΥ ΤΑ ΘΟΛΑ ΝΕΡΑ

Του Νέστου τα θολά νερά
Τα όρη τα σκιάζουν
Εκεί κείνται ελληνόπουλα
Που όλοι τα θαυμάζουν

Οι Γερμανοί σαν φθάσανε
Στο Νέστο αρματωμένοι
Τη γέφυρα τη βρήκανε
Παντού κατεστραμμένη

Τις βάρκες ετοιμάσανε
για να περάσουν πέρα
αντίκρυ τους οι Έλληνες
τους βάλανε αέρα

Επίθεση αρχίσανε
Χάι Χίτλερ φωνάζουν
Μα τους ολίγους Έλληνες
Αυτά δεν τους τρομάζουν

Τρεις ώρες μάχη βάσταξε
Μες τ’άγριο σκοτάδι
Τοξότες και Παράδεισος
Καπνός γίναν και στάχτη

Μνημείο πρέπει να στηθεί
Γι’ αυτούς που είναι πεσμένοι
Πέσαν για την Ελλάδα μας
Για να’ ναι δοξασμένοι

Κατά τη διάρκεια της κατοχής, έγραψε ακόμη ένα ποίημα που το απήγγειλα αργότερα στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου.

28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

Σαν σήμερα ω έλληνες
Βροντούσε το κανόνι
Όχι απήντησε η Ελλάς
Και ας ήτανε και μόνη

Των ιταλών τα τάγματα
Τα πολυξακουσμένα
Στην Πίνδο και στον Καλαμά
Εβγήκαν ντροπιασμένα

Και στην Κλεισούρα , Κορυτσά
Χτυπούσαν οι καμπάνες
Κι’ Έλληνες ανάβανε
Της λευτεριάς λαμπάδες

Όλος ο κόσμος θαύμασε
Παιδιά αντρειωμένα
Με λόγχη π’ αντικρίσανε
Τα τανκς και τα κανόνια

Σημαία γαλανόλευκη
Πάντα θα κυματίζει
Η Ελλάδα κι’ αν υπέφερε
Στη δόξα θα βαδίζει


Ο ενθουσιασμός όμως από τις πρώτες νίκες είχε ήδη ξεχαστεί. Οι χωριανοί επέστρεψαν πίσω μετά από την ταλαιπωρία της άσκοπης μετακίνησης τους που κράτησε μια βδομάδα. Οι δουλειές στα χωράφια τους περίμεναν, τα καπνόφυτα χρειάζονταν πότισμα και ξεβοτάνισμα, αλλά η διάθεση όλων ήταν μαύρη. Τους είχε κυριέψει ο φόβος και η αβεβαιότητα. Θα τους άφηναν οι Γερμανοί να ζήσουν όπως πριν; Ήδη στο μικρό διάστημα που έλειψαν, οι μουσουλμάνοι των γύρω χωριών που δεν είχαν μετακινηθεί (η Τουρκία πρόσκειταν θετικά προς τον άξονα), είχαν βρει την ευκαιρία και είχαν ορμήσει στα άδεια Ελληνικά χωριά για πλιάτσικο των άδειων σπιτιών και εκφοβισμό των γερόντων που είχαν απομείνει μόνοι. Από τα σπίτια τους έλλειπαν εργαλεία και ότι άλλο μπορούσε να θεωρηθεί χρήσιμο, που όμως να καταγγείλουν τις κλοπές; Σε ποια αρχή;

Οι άντρες άρχισαν να επιστρέφουν από τις διαλυμένες τους μονάδες, αφού κατάφερναν να εξασφαλίσουν με χίλια παρακάλια κάποια πολιτική περιβολή, ώστε να μη συλληφθούν. Το χωριό άρχισε να αποκτά τους κανονικούς του ρυθμούς. Οι Γερμανοί, εκτός από κάποια μεγάλα ζώα που πήραν, συνήθως άλογα, δεν ενόχλησαν ιδιαίτερα τους χωρικούς. Δυστυχώς όμως η Θράκη δόθηκε στους Βούλγαρους κατά τη διανομή των εδαφών της Ελλάδας, οι οποίοι κατέφθασαν το καλοκαίρι του 1941, ακριβώς πάνω στην εποχή του θέρους.

Εγκαταστάθηκαν στην κοινότητα και το σχολείο του χωριού και άρχισαν να εφαρμόζουν πολύ σκληρή πολιτική. Ο στόχος ήταν ο αφελληνισμός της Θράκης, έτσι εφάρμοσαν πολύ σκληρά μέτρα κατά του ντόπιου πληθυσμού. Οι βουλγαρικές αρχές ήταν παρούσες στον αλωνισμό του σταριού εκείνης της πενιχρής ούτως ή άλλως σοδειάς. Επιτρέπουν σε κάθε οικογένεια να κρατήσει από το στάρι της αυστηρά μόνο όσο θα χρειαστεί για σπόρο την επόμενη σπορά και επιπλέον 170 κιλά για κάθε άτομο. Το υπόλοιπο το κατάσχουν. Επίσης εισβάλουν στα σπίτια και κατάσχουν ζώα και ότι άλλο φαγώσιμο βρίσκουν. Το φάσμα της πείνας πλακώνει απειλητικά όλα τα χωριά, όπως εξάλλου και όλη την υπόλοιπη χώρα.

Αναφέρονται πάρα πολλά περιστατικά βίαιων ξυλοδαρμών χωριανών χωρίς αιτία, με αφορμή ότι είχαν πάνω τους λίγο φαγητό που θα έτρωγαν στις δουλειές τους. Εισέβαλλαν απροειδοποίητα ξανά και ξανά στα σπίτια με την πρόφαση ότι αναζητούν τυχόν κρυμμένα όπλα και αρπάζουν ότι βρουν, ακόμη και το λιγοστό σιτάρι που τους είχαν επιτρέψει να κρατήσουν για σπόρο. Η επιβίωση γίνεται ένας καθημερινός αγώνας ενάντια στην πείνα και την τρομοκρατία. Οι χωριανοί καταφέρνουν να επιβιώσουν περισώζοντας από τη σοδειά τους ότι μπορούσαν να κρύψουν. Όταν θερίζουν τα στάχυα, κρυφά τα τινάζουν και τα κοπανούν με ξύλα, ώστε να πάρουν λίγο σιτάρι που το κρύβανε στις θημωνιές, στους αχυρώνες και στα υπόγεια. Η τιμωρία αν το ανακάλυπταν οι Βούλγαροι, εκτός από την κατάσχεσή του, είναι και ο βίαιος ξυλοδαρμός. Υπήρχε τέτοιος εκφοβισμός, ώστε ούτε μεταξύ τους δεν το ομολογούσανε.

Η εξαθλίωση και η πείνα έφεραν τους χωριανούς σε απόγνωση. Έβγαιναν και μάζευαν τσουκνίδες και χόρτα και τα έβραζαν χωρίς λάδι. Πολλοί έψαχναν φαγητό στα αμπέλια του χωριού όπου ζούσαν πολλές χελώνες και σκαντζόχοιροι, που έγιναν περιζήτητος μεζές, όσο για την ομελέτα από τα αβγά των χελωνών, αυτή ήταν σπάνια λιχουδιά. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η κατάσταση στα χωριά ήταν λιγότερο τραγική από τα αστικά κέντρα. Δεν πέρναγε μέρα που να μην έρχονταν εξαθλιωμένοι Ξανθιώτες να ζητιανέψουν λίγα ψίχουλα, ώστε να ζήσουν. Χαρακτηριστικά ένας χωριανός που βρέθηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Ξάνθης σε αγγαρεία με το κάρο του και κουβάλαγε για λογαριασμό των Βουλγάρων πατάτες, αναφέρει ότι όταν ένας στρατιώτης πέταξε μισό σακί πατάτες στο πεινασμένο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί και ικέτευε για τροφή, ορμήξανε και παλεύανε να πάρουν ο καθένας και από μία που την έτρωγε όπως ήτανε, ωμή με τις φλούδες. Πλήρης εξευτελισμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Οι θάνατοι από πείνα ήταν πολύ συχνοί, ιδίως μεταξύ των παιδιών και των ηλικιωμένων.


Εκτός από τον αγώνα κατά της ασιτίας, οι χωριανοί είχαν και πολλά άλλα να τους ταλαιπωρούν. Πολύ συχνά τους ανάγκαζαν να δουλεύουν για λογαριασμό των στρατευμάτων κατοχής, χωρίς βέβαια αμοιβή. Τα σχολεία ήταν κλειστά και γινόταν προσπάθεια εκβουλγαρισμού του πληθυσμού. Ο Έλληνας Παπα Λάζαρος εκδιώχθηκε από την εκκλησία και αντικαταστάθηκε από το Βούλγαρο Παπα-Ηλία που λειτουργούσε στα Βουλγαρικά. Η νεκρώσιμη ακολουθία για τον Παπα- Λάζαρο το 1943, έγινε έξω από την εκκλησία του χωριού που ήταν κλειδωμένη από το Βούλγαρο ιερέα. Ο αδερφός του θανόντα, αρχιμανδρίτης Παπα Χαρίτων έψαλε στα ελληνικά μαζί με όλο το χωριό την τελευταία ακολουθία στον αγαπητό από όλους ιερέα σε ατμόσφαιρα βαθιάς συγκίνησης.

Η καλλιέργεια του καπνού συνεχιζόταν κανονικά, αφού οι βουλγαρικές αρχές το απαιτούσαν έτσι ώστε να τον αγοράζουν σε εξευτελιστικές τιμές, πληρώνοντας με λίγα λέβα που είχαν ελάχιστη αγοραστική αξία. Ακόμη και ο βραδινός φωτισμός του καπνοχώραφου, απαραίτητος για τη συγκομιδή, ήταν ένα σοβαρό πρόβλημα. Δεν είχαν πετρέλαιο για τις λάμπες τους, έτσι χρησιμοποιούσαν ασετιλίνη που την προμηθεύονταν με μεγάλη δυσκολία. Μέχρι τη Δράμα έστελναν τις ηλικιωμένες γυναίκες που δεν τις έλεγχαν ιδιαίτερα οι Βούλγαροι, ώστε να την αγοράσουν. Η ασετιλίνη ήταν μια γαλάζια πέτρα που στην επαφή της με το νερό δημιουργούσε εύφλεκτες αναθυμιάσεις που τις άναβαν και είχαν φωτισμό, μόνο όμως σε ανοικτό χώρο καθώς οι αναθυμιάσεις ήταν τοξικές. Για εσωτερικούς χώρους έφτιαχναν αυτοσχέδια κεριά με χοιρινό λίπος και βαμβακερό φυτίλι. Όλες οι καθημερινές δραστηριότητες είχαν μεταβληθεί σε άθλους που προσπαθούσαν με πολύ κόπο και ευρηματικότητα και πάντοτε με το φόβο του ξυλοδαρμού, της κατάσχεσης ή της φυλάκισης, να βγάλουν σε πέρας ώστε να επιζήσουν.

Κάποιες ελάχιστες οικογένειες δυστυχώς υπέκυψαν και «βουλγαρογραφτήκανε», αποκτήσανε δηλαδή τη Βουλγαρική υπηκοότητα και έπαψαν να υποφέρουν όσα τυραννούσαν τους υπόλοιπους συχωριανούς τους. Οι περισσότεροι όμως υπέμεναν με την ελπίδα της απελευθέρωσης βαθιά ριζωμένη μέσα τους. Υπήρξαν χωριανοί που αποφάσισαν να εργασθούν έμπρακτα για αυτό τον ιερό σκοπό και έφυγαν ώστε να ενισχύσουν τα αντάρτικα που είχαν οργανωθεί στο Κοτζά Ορμάν. Οι συνέπειες για τις οικογένειές τους είναι τραγικές.

Χαρακτηριστικά, όταν το 1942 ο Κωνσταντίνος Μαργαριτόπουλος, έφυγε για να ενισχύσει το αντάρτικο του καπετάν Βαγγέλη στο Κοτζά Ορμάν, οι Βούλγαροι έπιασαν τον μεγαλύτερο του γιο Στέργιο σε ηλικία 13 ετών και των ρωτούσαν που είναι ο πατέρας του. Όσο το παιδί τους απαντούσε ότι δε γνωρίζει, τόσο τον βασάνιζαν χτυπώντας τον στις πατούσες με το βούρδουλα. Το μαρτύριο κράτησε για ώρες μέχρι που τα πόδια του έγιναν κατάμαυρα από το ξύλο και αδυνατούσε να τα πατήσει. Δύο ηλικιωμένες γυναίκες τον κουβάλησαν στο σπίτι, όπου έμεινε στο κρεβάτι και μπόρεσε να περπατήσει με δυσκολία μετά από δύο μήνες. Τα μικρότερα αδερφάκια του 8 και 3 ετών, δεν κατάφεραν να επιζήσουν και πέθαναν από την πείνα.

O επόμενος που έφυγε για το αντάρτικο το 1943, ήταν ο Ζήσης Χρήστος, γνωστός ως Καραγκούνης λόγω της καταγωγής του από το Μουζάκι της Καρδίτσας, που ήταν ενωμοτάρχης στην ανατολική Θράκη και κατέληξε στο Μαγικό με τη γυναίκα του Ροδόπη μαζί με τους υπόλοιπους Θρακιώτες πρόσφυγες. Όταν διαπίστωσε ότι οι Βουλγαρικές αρχές τον υποπτεύονταν, λόγω ίσως της προϋπηρεσίας του, έφυγε αμέσως για το Κοτζά Ορμάν. Οι στρατιώτες κύκλωσαν αμέσως το σπίτι του και πήραν τη γυναίκα του στην κοινότητα. Εκεί άρχισε η ανάκριση στην οποία για καλή της τύχη ήρθε και ο Βούλγαρος πρόεδρος του χωριού που είχε μεγαλύτερη εξουσία από τους στρατιωτικούς. Ήταν ο Μπάι Στέφανος, που ήταν καινούργιος και πιο ήπιος από τον προκάτοχό του. Όταν λοιπόν του εξήγησαν γιατί ανακρίνουν τη γυναίκα, είπε: Ο άντρας της ήταν ένας αλήτης που την παράτησε με τέσσερα παιδιά και έφυγε, αφήστε την λοιπόν να πάει στα παιδιά της. Έτσι γλίτωσε η κυρία Ροδόπη τις συνηθισμένες για τις οικογένειες των ανταρτών, συνέπειες.

Για το αντάρτικο φύγανε επίσης λίγο αργότερα ο Χαμαϊλίδης Κυριαζής και ο Φωτεινόπουλος Ευθύμιος. Όλοι οι χωριανοί μας αντάρτες ήταν στο Κοτζά Ορμάν και έρχονταν στο χωριό με μεγάλες προφυλάξεις για να δουν τις οικογένειες τους αλλά και για να ξεσηκώσουν τους υπόλοιπους άντρες του χωριού να αντισταθούν στη Βουλγαρική κατοχή. Το αντάρτικο όπως και σε κάθε γωνιά της Ελλάδος, φούντωνε και δυνάμωνε και στην Ξάνθη. Οι κατακτητές όμως είχαν τη δύναμη ακόμη να εκφοβίζουν και να ελέγχουν την πλειοψηφία του πληθυσμού.

Το πρωί της Κυριακής των Βαΐων του 1943, οι Βούλγαροι έστησαν τα πολυβόλα τους σε θέση βολής στην πλατεία του χωριού και συγκέντρωσαν όλους τους άντρες ηλικίας άνω των 16 ετών. Τα αδέρφια Ιωάννης και Κων/νος Τερζανίδης, ειδοποιήθηκαν έγκαιρα από το δεκάχρονο ανιψιό τους Λάζαρο Τερζανίδη και έφυγαν για τα αντάρτικα. Οι Σάββας Τοπσίδης και Ιωάννης Κωστελίδης, που επιχείρησαν να κάνουν το ίδιο, πιάστηκαν και σύρθηκαν με βουρδουλιές από τους έφιππους στρατιώτες στην πλατεία, όπου είχαν συγκεντρωθεί όλοι.

Η αγωνία του πλήθους ήταν μεγάλη. Τι αποτρόπαια σχέδια είχαν άραγε οι κατακτητές; Τι τους περίμενε; Ανάμεσα στους χωριανούς ήταν και ο Θωμάς Σιδηρόπουλος, που καταγόταν από τον Καύκασο και είχε μάθει τα ρώσικα κατά τη διάρκεια της ρωσικής εκεί κυριαρχίας έως το 1918. Πλησίασε λοιπόν το Βούλγαρο Αξιωματικό και του είπε σε άπταιστα Ρωσικά: Εσείς που είστε ένα οργανωμένο κράτος με έναν οργανωμένο στρατό, γιατί θέλετε να σκοτώσετε έναν άμαχο πληθυσμό; Τι κατηγορίες έχετε εναντίον μας; Ο αξιωματικός ξαφνιάστηκε με την ευχέρεια και την ευστοχία των λόγων του και του απάντησε και αυτός στα Ρωσικά, δείχνοντας το πλήθος: Πολλοί από αυτούς βοηθούν τους αντάρτες! Ο κύριος Θωμάς δεν πτοήθηκε και απάντησε: Αυτές είναι ανυπόστατες κατηγορίες. Εμείς είμαστε φιλήσυχοι άνθρωποι που κοιτάζουμε τις δουλειές μας και ουδεμία σχέση έχουμε με αυτά που μας κατηγορείτε!

Ο αξιωματικός πήγε στην κοινότητα του χωριού και η αγωνία στο πλήθος κορυφωνόταν, όσο δεν επέστρεφε. Οι γυναίκες και τα παιδιά παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα από τους γύρω δρόμους. Όταν επιστρέφει ο Αξιωματικός δίνει την εντολή να ξεχωρίσουν από το πλήθος οι παρακάτω:
· Ζήσης Ιωάννης (υιός του Χρήστου Καραγκούνη)
· Τοπτσίδης Σάββας
· Κωστελίδης Ιωάννης
· Σπανός Ιωάννης
· Δολαπτσόγλου Ανέστης και ο υιός του Γεώργιος
· Μπούρας Ιωάννης (γαμπρός του αντάρτη Χαμαϊλίδη Κυριαζή) και οι υιοί του Στέργιος και Παναγιώτης
· Γουσγουριώτης Παναγιώτης
· Ηλιόπουλος Κωνσταντίνος
· Τοπαλίδης Μιχαήλ
· Βλάχος Αντώνιος και ο αδερφός του Αναστάσιος
(εάν δεν αναφέρθηκε κάποιος, δεν έγινε σκοπίμως)
Με ποια κριτήρια επιλέχθηκαν οι παραπάνω, δεν έγινε γνωστό. Ποιος άραγε κατέδωσε τους συγχωριανούς του;

Οι υπόλοιποι αφέθηκαν ελεύθεροι να επιστρέψουν στα σπίτια τους και όλοι ευχαριστούσαν τον Θωμά Σιδηρόπουλο για την παρέμβασή του. Ο αξιωματικός του έσφιξε το χέρι και τον ρώτησε για τα άπταιστα ρωσικά του. Ίσως με αυτά να έσωσε όλους τους άντρες του χωριού, ίσως πάλι οι Βούλγαροι να ήθελαν απλώς να τους εκφοβίσουν και όχι να τους εκτελέσουν. Παρόμοια περιστατικά εξάλλου αναφέρονται και σε άλλα γειτονικά χωριά.

Τους δεκατέσσερις που ξεχώρισαν από το χωριό μας τους οδήγησαν πεζούς και με βουρδουλιές στην Ξάνθη. Τον κύριο Τοπαλίδη Μιχαήλ μάλιστα που δεν μπορούσε να περπατήσει καλά και ήταν και ηλικιωμένος, τον ποδοπατούσαν με τα άλογά τους. Εκεί δικάστηκαν, βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν από δύο έως τέσσερις μήνες.

Όσο η κατοχή συνεχίζεται, τόσο και άλλοι χωριανοί ενισχύουν τον αντιστασιακό αγώνα. Σταδιακά αναχωρούν οι: Κούδρος Δημήτριος (ή Μιτάκος), Βουτσάς Νικόλαος, Αντωνιάδης Κωνσταντίνος, Τσιλιγγίρης Γεώργιος, Πανίδης Παναγιώτης, Γουσγουριώτης Δημήτριος, Ευστάθιος και Γεώργιος Τσαρτσάρας, Μαυρίδης Δημήτριος, Τοπσίδης Σάββας και Θεοφάνης και Λαζαρίδης Γεώργιος. Για ένα τόσο μικρό χωριό, ο αριθμός των αντιστασιακών αγωνιστών ήταν σημαντικός και μαρτυράει την αγάπη των χωριανών για την πατρίδα τους.

Τον Οκτώβριο του 1944, οι Βουλγαρικές αρχές άρχισαν να αναχωρούν από τη Θράκη, έχοντας χάσει τον πόλεμο. Η ευλογημένη πνοή της ελευθερίας επιστρέφει σταδιακά και στον κάμπο της Ξάνθης. Οι Βούλγαροι φορτώνουν σε κάρα ότι μπορούν να πάρουν μαζί τους και αναχωρούν με τα τρένα. Πηγαίνουν για τελευταία φορά στα σπίτια των Ελλήνων και ζητούν με την απειλή των όπλων τα ζευγάρια και τα κάρα τους. Οι άντρες κρύβονται γιατί φοβούνται μήπως τους πάρουν αιχμαλώτους.

Έτσι ήρθαν και στο σπίτι μας και ζήτησαν από τη γιαγιά μου Σωτηρία Γρηγοριάδου να ζέψει τα βόδια στο κάρο μας και να πάει μαζί τους, έως το σιδηροδρομικό σταθμό και μετά να επιστρέψει πίσω με το κάρο της. Ο φόβος όμως δεν την άφηνε να τους πιστέψει και να τους ακολουθήσει και τους είπε: Πάρτε ότι θέλετε, αλλά εγώ μαζί σας δεν έρχομαι! Μήπως ήταν πρώτη φορά που θα έχανε το βιός της; Την ψυχή της μόνο να μην παίρνανε και θα τα έφτιαχνε πάλι όλα από την αρχή. Αφήστε τα ελεύθερα όταν τελειώσετε, τους είπε, και θα βρουν αυτά το δρόμο τους. Πράγματι, το σούρουπο τα βόδια επέστρεψαν μόνα τους σέρνοντας το αδειανό κάρο και η χαρά της γιαγιάς μου ήταν απερίγραπτη.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

カジノ シークレット カジノ シークレット dafabet dafabet 12bet 12bet 다파벳 다파벳 ラッキーニッキー ラッキーニッキー 1xbet 1xbet 온라인카지노 온라인카지노 10cric login 10cric login 6