ΤΑ ΕΘΙΜΑ

Α. Ο ΓΑΜΟΣ

Τα έθιμα των δύο κοινοτήτων, Θρακιωτών και Ποντίων, παρουσιάζουν κάποιες διαφορές, όμως θα γίνει μια προσπάθεια να παρουσιαστούν παράλληλα, όπως παράλληλα πορεύτηκαν οι δύο κοινότητες όλες αυτές τις δεκαετίες.

Στο κορυφαίο κοινωνικό γεγονός του γάμου, συμμετείχε συνήθως όλο το χωριό. Το κάλεσμα γινόταν όχι με προσκλητήρια όπως σήμερα, αλλά συγγενείς των μελλονύμφων περνούσαν από τα σπίτια και με ένα μπουκάλι ούζο και κερνούσαν τους νοικοκυραίους, προσκαλώντας τους στο γάμο. Οι καλεσμένοι μαζεύονταν από το προηγούμενο βράδυ στο σπίτι του γαμπρού ή της νύφης, όπου υπήρχαν όργανα και στήνονταν γλέντι και χορός. Από το σπίτι του γαμπρού ξεκινούσε ο κουμπάρος μαζί με συγγενείς του γαμπρού και πήγαιναν στη νύφη το νυφικό και τα υπόλοιπα δώρα, τα οποία τα χορεύανε και μετά τα παραδίδανε στη νύφη. Εκείνη τους έδινε τα δώρα του γαμπρού τα οποία και τα πηγαίνανε με το ίδιο τρόπο πίσω στο σπίτι του γαμπρού. Οι μελλόνυμφοι εξάλλου, δεν επιτρεπόταν να συναντηθούν για μια βδομάδα πριν το γάμο και αν τύχαινε και πήγαινε ο γαμπρός από το σπίτι της νύφης, εκείνη την εβδομάδα, οι συγγενείς της τον μουντζούρωναν στο πρόσωπο.

Την μέρα του γάμου που ήταν πάντα Κυριακή, στα δύο σπίτια των μελλόνυμφων μαζεύονταν οι συγγενείς και οι φίλοι. Στο σπίτι του γαμπρού, έβαζαν ένα ταψί στα πόδια του και με τη συνοδεία μουσικής περνούσαν οι συγγενείς και του ευχόντουσαν, ρίχνοντας χρήματα στο ταψί. Αφού ετοιμαζόταν ο γαμπρός, ξεκινούσαν με τα όργανα, περνούσαν και από σπίτια στενών συγγενών και όλοι μαζί έφταναν χορεύοντας στο σπίτι της νύφης. Ο κουμπάρος έπρεπε να μπει μέσα στο σπίτι για να παραλάβει τη νύφη, όμως τον εμπόδιζαν συνήθως οι φίλες της νύφης, που ζητούσαν χρήματα ή να τους τάξει κάποιο δώρο για να τον αφήσουν να περάσει.

Έξω από το σπίτι, στο κάρο του γαμπρού που ήταν καθαρό και στολισμένο φορτωνόταν η προίκα της νύφης. Τα βόδια είχαν στα κέρατά τους λευκά μαντήλια, όπως σήμερα στολίζουμε τα αυτοκίνητα. Τα κορίτσια κουβαλούσαν και φόρτωναν στο κάρο ένα ένα τα προικιά, απόδειξη του πόσο προκομμένη ήταν η νύφη, αφού τα περισσότερα τα είχε υφάνει, πλέξει, ράψει ή κεντήσει μοναχή της. Ο γαμπρός στους Θρακιώτες, χωρίς να δει τη νύφη, έριχνε στην ποδιά της πεθεράς του χρήματα και αμέσως μετά έφευγε τρέχοντας για την εκκλησία μαζί με τον παράγαμπρό του (συνήθως κάποιος στενός φίλος ή συγγενής), αφού όσοι τους προλάβαιναν τους χτυπούσαν στην πλάτη. Εκεί περίμενε να έρθει η νύφη για να γίνει η στέψη. Στους πόντιους δεν έφευγε, αλλά περίμενε να παραλάβει τη νύφη από το σπίτι της για να την οδηγήσει στην εκκλησία.

Όταν ετοιμαζόταν η νύφη, έβγαινε στην πόρτα του σπιτιού της, όπου αποχαιρετούσε την οικογένειά της. Ανάλογα με την καταγωγή της, παιζόταν και το αντίστοιχο τραγούδι. Οι Θρακιώτες έλεγαν με τη συνοδεία του κλαρίνου και του βιολιού το «Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα αποχωρίζεται μάνα απ’ τη θυγατέρα», ενώ οι Πόντιοι με τη συνοδεία της λύρας έλεγαν το «φορέστε την σκεπάστε την και μεις αληγορούμε, το σπιτνα’ς εν πολύ μικρόν, απές πα κε χωρούμε» και το «άφη κόρην τον κύρην σου και πείσον άλλον κύρην, άφη κόρην την μάναν σου και πείσον άλλην μάνα, άφη κόρην τ’ αδέλφια σου και πείσον άλλαν αδέλφια». Τότε συνήθως ο αποχαιρετισμός συνοδεύονταν και από πολλά δάκρυα αφού ουσιαστικά η κόρη δεν θα επέστρεφε πια πίσω στο σπίτι της παρά μόνο ως επισκέπτρια.

Ξεκινούσε λοιπόν η πομπή από το σπίτι της νύφης και με τη συνοδεία των οργάνων και χορεύοντας, έφταναν στην εκκλησία όπου τελούνταν το μυστήριο του γάμου. Αμέσως μετά, οι φίλοι του κουμπάρου τον σήκωναν στα χέρια τους μέσα στην εκκλησία και την τρυπούσαν με καρφίτσες μέχρι να τους τάξει δώρο, που ήταν συνήθως να τους κάνει ένα τραπέζι.

Το γαμήλιο γλέντι συνεχιζόταν στο σπίτι του γαμπρού όπου στολίζανε την προίκα της νύφης, στρώνονταν τα τραπέζια με τη βοήθεια όλης της γειτονιάς και έπαιζαν τα όργανα. Ο χορός διαρκούσε ώρες πολλές και μάλιστα στους πόντιους, έπρεπε να ξημερώσει η Δευτέρα για να διαλυθεί το γλέντι (μέχρι να ’μερόν ), έπρεπε οι νεόνυμφοι να μην κοιμηθούν εκείνο το βράδυ. Όταν πια είχαν όλοι κουραστεί από το χορό και άρχιζαν τα μουχαμπέτια (οι κουβέντες), ο λυράρης έλεγε το: «τίμα κόρη τον πεθερό’ς, ασόν κύρη’ς καλλίον, τίμα κόρη την πεθερά’ς, ασήν μάνα’ς καλλίον, ΄τιμα κόρη τ’αντραδέλφια’ς, ας’ αδέλφια’ς καλλίον».

Ο ποντιακός γάμος τελείωνε με το χορό «κοτσανγκέλ», τον οποίο χόρευαν επτά πρωτοστεφανωμένα ζευγάρια και ο κουμπάρος εάν ήταν ελεύθερος, ειδάλλως ένας άλλος ανύπαντρος συγγενής ή φίλος του γαμπρού που λεγόταν «το τεκ» (ο μονός). Τον χορό αυτό έπρεπε να τον χορέψουν επτά κύκλους ακριβώς και αμέσως μετά τελείωνε το γλέντι. Πολλές φορές το γλέντι μπορεί να διαρκούσε και την επόμενη ή και τη μεθεπόμενη μέρα.

Β. ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

Τα κάλαντα, ήταν μια ευκαιρία για όλα τα παιδάκια να εξασφαλίσουν κάποιο φιλοδώρημα και λεγόταν αρκετές φορές το χρόνο.

Την παραμονή των Χριστουγέννων, μόλις σουρούπωνε, τα παιδιά χωρισμένα σε παρέες πήγαιναν σε όλα τα σπίτια του χωριού και έψελναν τα κάλαντα. Οι Θρακιώτες έλεγαν το «Καλήν εσπέραν άρχοντες…», ενώ οι Πόντιοι το «Χριστός γεννέθεν χαράν σον κόσμον…» ή το «Άναρχος Θεός καταβέβηκεν…». Τα φιλοδωρήματα στα κάλαντα, ήταν πολύ σπάνια χρήματα. Συνήθως έδιναν κανένα φρούτο, ξερά σύκα και χαρούπια (ξυλοκέρατα).

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι Θρακιώτες έλεγαν το «Αρχιμηνιά κι’αρχιχρονιά», ενώ οι Πόντιοι είχαν το έθιμο του καραβιού. Τα παιδιά ξεκινούσαν μέρες πριν και έφτιαχναν ένα ξύλινο σκελετό καραβιού, μήκους περίπου δύο μέτρων, που τον στόλιζαν με μπλε κόλλες χαρτιού και πολύχρωμες σερπαντίνες. Έμπαινε ένα παιδί που εναλλασσόταν, μέσα στο καράβι και το κουβαλούσε, ενώ ένα άλλο κρατούσε ένα κουτάκι για τα φιλοδωρήματα. Γυρνούσαν σε όλα τα σπίτια και έλεγαν το παρακάτω τραγούδι:
« Δώδεκα ευζωνάκια, τ’απόφασίσανε,
Στον πόλεμο να πάνε Παναγιά μου, να πολεμήσουνε
Στον δρόμο που πηγαίναν, στη μαύρη Θάλασσα
Βαριά φουρτούνα πιάνει Παναγιά μου, ξεσκίζει τα πανια….»
Το έθιμο αυτό ατόνησε από τη δεκαετία του 1950 και μετά και σταδιακά όλα τα παιδάκια έψελναν το «Αρχιμηνιά κι’ αρχιχρονιά» ή το:
«Ήρθε πάλι νέο έτος, εις την πρώτη του μηνός,
ήρθα να σας χαιρετήσω, δούλος σας ο ταπεινός.
Ο Βασίλειος ο Μέγας, να’ ναι πάντα βοηθός
Και στην οικογένεια σας, να ‘ναι και θαυματουργός.
Τα παιδία στο σχολείο, να πηγαίνουν ταχτικά,
Να μαθαίνουν βήτα ζήτα, της πατρίδος τα λοιπά.
Έχω κι’ άλλα να σας πω, μα δεν έχουμε καιρό
Σας αφήνω καληνύχτα, και του χρόνου με καλό»

Την παραμονή των Φώτων, όλα τα παιδάκια έλεγαν το «Σήμερα τα Φώτα κι’ οι Φωτισμοί και χαρά μεγάλοι και αγιασμοί…», ενώ ανήμερα τα Φώτα, μετά τον αγιασμό των Υδάτων τα παιδιά που είχαν πιάσει το Σταυρό, τον γυρνούσαν στο χωριό ψέλνοντας το τροπάριο « Εν Ιορδάνη βαπτιζομένον σου Κύριε…» και μάζευαν χρήματα για την εκκλησία, από τα οποία κρατούσαν κάποιο φιλοδώρημα.

Αξίζει να σημειωθεί πως στους Θρακιώτες, σε όλα τα παραπάνω κάλαντα δεν συμμετείχαν τα κοριτσάκια αλλά μόνο τα αγόρια. Τα κοριτσάκια των Θρακιωτών έλεγαν μόνο τα κάλαντα του Λαζάρου. Ετοίμαζαν από βραδύς το «Λάζαρο», στόλιζαν δηλαδή μια σκούπα με παιδικά ρουχαλάκια και της έφτιαχναν πρόσωπο. Το επόμενο πρωί, Σάββατο του Λαζάρου, ξυπνούσαν νωρίς και γυρνούσαν με το «Λάζαρο» στα σπίτια τραγουδώντας :
«Ήρθε ο Λάζαρος, Ήρθαν τα Βάγια, Ήρθε κ’ η Κυριακή που τρων τα ψάρια,
Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι, ήρθε η μάνα σου από την Πόλη…»
Το φιλοδώρημά τους, ήταν τα αβγά τα οποία μάζευαν σε καλαθάκια.

Τα παιδιά των Ποντίων από την άλλη μεριά, αγόρια και κορίτσια, γυρνούσαν ανήμερα των Βαΐων, μετά τη θεία λειτουργία και τραγουδούσαν το «Βάγιο, βάγιο το βαγιό, τρώω ψάρι και κολιό και την άλλη Κυριακή, τρώω κόκκινο αβγό» και μάζευαν αβγά στα στολισμένα με βάγια καλαθάκια που κρατούσαν.

Γ. Η ΠΙΤΑ ΜΕ ΤΟ ΑΜΙΛΗΤΟ ΝΕΡΟ

Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, οι Θρακιώτισσες σηκωνόταν από τα χαράματα και πήγαιναν με τη στάμνα και έφερναν νερό από τα πηγάδια. Στη διαδρομή δεν έπρεπε να μιλήσουνε σε κανέναν. Με το νερό αυτό, ζήμωναν ζυμάρι και από αυτό έφτιαχναν μια κουλούρα και επίσης έπλαθαν την Πρωτοχρονιάτικη τυρόπιτα. Την κουλούρα την έσπαζαν στα κέρατα του ζευγαριού με το οποίο καλλιεργούσαν τα χωράφια τους για να είναι δυνατά και τυχερά, ενώ στην τυρόπιτα έβαζαν «σημάδια» και το φλουρί. Την τυρόπιτα την έκοβαν και σε άλλον τύχαινε το φλουρί, σε άλλον το αμπέλι, οι κότες, τα στάρια, τα καπνά και τα ζώα. Κάθε μέλος της οικογένειας, συνήθως τύχαινε και από κάτι και ανάλογα με το πώς θα πήγαινε η σοδειά ή αν τα ζώα ήταν καλά, χαρακτηριζόταν τυχερός αυτός που τα είχε τύχει στην πίτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: