Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ

Δυστυχώς η χαρά της απελευθέρωσης, δεν κράτησε πολύ. Ακόμη και πριν από την αναχώρηση των κατακτητών οι αντάρτες είχαν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα και τώρα άρχισαν να μάχονται μεταξύ τους. Το εμφύλιο αιματοκύλισμα, ήρθε και ισοπέδωσε ό,τι ψυχικά ή υλικά αποθέματα είχαν περισωθεί από την κατοχή. Το επίσημο κράτος ενάντια στους αντάρτες που πρόσκεινταν στον κομμουνισμό και όλοι μαζί ενάντια στο συμφέρον της πολύπαθης Ελλάδας. Το χωριό μας δυστυχώς δεν έμεινε ανεπηρέαστο.

Κατά την αναχώρηση των κατοχικών δυνάμεων, κάποιες ομάδες ανταρτών τους κατεδίωξαν έτσι ώστε να μην τους επιτρέψουν να πάρουν μαζί τους τα λάφυρα που είχαν αρπάξει. Έτσι τρεις συγχωριανοί μας, ο Ζήσης Χρήστος (Καραγκούνης), ο Φωτεινόπουλος Ευθύμιος και ο Χαμαϊλίδης Κυριαζής, βρέθηκαν στο χωριό Νικηφόρο της Δράμας. Η γυναίκα του Καραγκούνη, Ροδόπη, έμαθε που βρίσκεται ο άντρας της και πήγε να τον συναντήσει. Την παρακολούθησαν όμως κάποιοι αντίπαλοι κομμουνιστές αντάρτες και το επόμενο πρωί όταν οι τρεις συγχωριανοί βγήκαν από το σπίτι, τους θέρισαν με τα αυτόματα. Η κυρία Ροδόπη γύρισε με δάκρυα στα μάτια στο χωριό και ειδοποίησε τους συγγενείς των άλλων δύο νεκρών. Επέστρεψαν πάλι πίσω στη Δράμα για να πάρουν τις σωρούς τους. Με τα ίδια τους τα χέρια τους ξέθαψαν και τους έφεραν να αναπαυτούν για πάντα στο χώμα του χωριού τους που τόσο είχαν αγαπήσει αλλά δεν αξιώθηκαν να το χαρούν ελεύθερο.

Τον Ιούλιο του 1946, ο αστυνομικός διοικητής της Γεννησέας με ακόμη δύο χωροφύλακες, ήρθαν με ένα τζιπ στο χωριό και ζήτησαν να μάθουν πού είναι του μακαρίτη Παπά Λάζαρου του Τερζανίδη το αμπέλι. Εκεί, πήγαν σε συγκεκριμένο σημείο που φαινόταν να γνωρίζει καλά και κάτω από δύο πρόχειρα κλαδιά, βρήκε δύο ιταλικά όπλα και 170 φυσίγγια. Αμέσως συνέλαβαν τους δύο γιους του που κατοικούσαν στο χωριό, Γρηγόρη και Κωνσταντίνο Τερζανίδη για παράνομη οπλοκατοχή. Στη συνέχεια αναζήτησαν και τον τρίτο αδελφό Ιωάννη Τερζανίδη (γνωστό ως Γιάνγκο) στο σπίτι του στην Ξάνθη, αυτός όμως είδε έγκαιρα το τζιπ έξω από το σπίτι του και διέφυγε στο βουνό, μαζί με τους κομμουνιστές αντάρτες. Αντί γι’ αυτόν λοιπόν συνελήφθη η σύζυγός του Μαρία και τα δύο τους παιδιά έμειναν στη φροντίδα της γιαγιάς τους και του κουμπάρου τους Ιωάννη Δολαπτσόγλου.

Οι τρεις κρατούμενοι ταλαιπωρήθηκαν και υπέφεραν πολλά δεινά στη φυλακή. Όταν δικάστηκαν, γλίτωσαν την εκτέλεση γιατί πολλοί χωριανοί κατέθεσαν υπέρ τους και το βάρος έπεσε κυρίως στον Γιάνγκο που είχε ήδη διαφύγει. Παρ’όλα αυτά καταδικάστηκαν σε φυλάκιση. Τα αδέρφια επέμεναν ακόμη και πολλά χρόνια αργότερα ότι ουδέποτε είχαν κρύψει αυτά τα όπλα στο αμπέλι τους και το ερώτημα παρέμεινε πάντοτε ζωντανό: ποιος τα έβαλε εκεί και μάλιστα με τέτοια προχειρότητα και γιατί; Πως ήξερε ο χωροφύλακας ακριβώς που θα τα βρει; Μέχρι το τέλος της ζωής τους τα αδέλφια αναρωτιόνταν ποιος ήταν αυτός που θέλησε τότε να τους κάνει τόσο κακό.

Ο Γιάνγκος στο βουνό έγινε γνωστός ως καπετάν Σίφουνας αλλά δεν ήταν εκδικητικός άνθρωπος και έτσι δεν έβλαψε κανέναν στο χωριό και επιπλέον δεν επέτρεψε και σε κανέναν άλλον να επιτεθεί στους χωριανούς του. Κατέβαινε άλλωστε με προφυλάξεις μερικές φορές στο Μαγικό και οι χωριανοί του δεν τον κατέδωσαν.

Αναφέρονται διάφορα περιστατικά σχετικά με τη γενναιοψυχία αλλά και την ευσπλαχνία του Καπετάν Σίφουνα. Συγχωριανοί μας που υπηρετούσαν τότε τη θητεία τους αναφέρουν ότι όταν ένας συνάδελφός τους πιάστηκε από τους αντάρτες, ο Γιάγκος τον λυπήθηκε, τον ελευθέρωσε τη νύχτα κρυφά και έστειλε μ’αυτόν χαιρετίσματα στο χωριό του. Ακόμη έναν αιχμάλωτο, τον Αναστάσιο Σαββίδη από τη Λευκόπετρα όταν τον είδε να τον έχουν δεμένο χειροπόδαρα για 40 ημέρες, αντάρτες άλλης ομάδας τους ρώτησε: -γιατί τον έχετε δεμένο αυτόν; - για να μη φύγει, του απάντησαν. – λύστε τον αμέσως, αν θέλει να φύγει ας πάει στο καλό, αν πάλι θέλει οικειοθελώς να μας ακολουθήσει, είναι ευπρόσδεκτος. Έτσι λοιπόν τον έλυσαν, αλλά φοβήθηκε να φύγει αφού ήταν ήδη μέσα στα Βουλγαρικά σύνορα και τους ακολούθησε. Κατέληξε να εργάζεται στη Ρουμανία έως το 1953, οπότε επέστρεψε μετά από ενέργειες της οικογένειάς του και αξιώθηκε να ζήσει μόλις 8 μήνες στην Ελλάδα όπου απεβίωσε. Όσο ζούσε δεν λησμονούσε να μνημονεύει τον Γιάνγκο που του είχε σώσει όπως έλεγε τη ζωή.

Το 1957, ο ανιψιός του Γιάγκου, Λάζαρος Τερζανίδης συνάντησε κάποιον που όταν άκουσε το επίθετο Τερζανίδης, του διηγήθηκε ότι κάποτε ο Καπετάν Σίφουνας με δέκα άντρες είχαν αιχμαλωτίσει ολόκληρο το λόχο του και τους άφησε να επιλέξουν για το αν θα μείνουν ή θα φύγουν. Αυτός είχε παραμείνει μαζί με τους αντάρτες για τρεις μήνες και είπε: ήταν πολύ καλός άνθρωπος ο θείος σου, δεν πείραξε ούτε εξανάγκασε ποτέ κανέναν. Δυστυχώς όμως ο Γιάνγκος έγινε θύμα των περιστάσεων και ακολούθησε το δρόμο της ξενιτιάς και κατέληξε στη Ρωσία όπου και απεβίωσε χωρίς να χαρεί την οικογένεια και το χωριό του που τόσο αγαπούσε.

O εμφύλιος σπαραγμός, τελείωσε με την επικράτηση του επισήμου κράτους έναντι των κομουνιστών ανταρτών και οι πληγές που άφησε στην ήδη λαβωμένη από την κατοχή Ελλάδα ήταν μεγάλες και χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να επουλωθούν. Η Ελλάδα δεν κατάφερε να εξαργυρώσει κανένα όφελος από τον πόλεμο ενάντια στον Γερμανο-Ιταλικό Άξονα, παρά μόνο κατέληξε χρεωμένη, κατεστραμμένη και με τους ανθρώπους της πεινασμένους, εξαθλιωμένους, διχασμένους να θρηνούν τους νεκρούς και τις χαμένες τους περιουσίες. Με υπομονή, πείσμα και πολύ πολύ δουλειά, οι χωριανοί μας κατάφεραν σιγά σιγά να ορθοποδήσουν και να επουλώσουν τις πληγές του πολέμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: