Η ΥΔΡΕΥΣΗ


Αρχικά οι κάτοικοι εξασφάλιζαν νερό από τα πέτρινα πηγάδια που ήταν αρκετά και διάσπαρτα στον οικισμό και στα χωράφια των μουσουλμάνων. Οι πρόσφυγες επιπλέον άνοιγαν με φτυάρια αυτοσχέδια πηγάδια για να ποτίσουν τα χωράφια τους, τα οποία ξανασκέπαζαν μόλις τελείωνε η συγκομιδή του καπνού. Ο υδροφόρος ορίζοντας ήταν ψηλά τότε και σε ενάμιση με δύο μέτρα βάθος, βγάζανε άφθονο νερό.

Τα πέτρινα πηγάδια ήταν αρκετά δύσχρηστα και η ύδρευση βελτιώθηκε όταν το 1927 με 1928, ήρθε στο χωριό κάποιος μάστορας που έφτιαχνε τουλούμπες και όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα, απέκτησαν πιο εύκολη πρόσβαση στο νερό. Η πρώτη τουλούμπα φτιάχτηκε στην αυλή του Ευθυμίου Μαυρίδη στον επάνω συνοικισμό και ακολούθησαν και αρκετοί ακόμη. Στα πλαίσια της καλής γειτονίας, με μία τουλούμπα βολευόταν και οι γύρω οικογένειες. Για παράδειγμα, στο νότιο μέρος του χωριού, όσοι επιχείρησαν να κάνουν τουλούμπες, βγάλανε νερό γλυφό, ακατάλληλο για πόσιμο, το οποίο χρησιμοποιούσαν για πότισμα και πλύσιμο. Έτσι περίπου τριάντα οικογένειες που έμεναν νότια από την εκκλησία, κουβαλούσαν πόσιμο νερό με στάμνες, από τις τουλούμπες της Λουλούδας Δολαπτσόγλου, του Μπαρμπα Αλέξη του Αμοιρά (Αμοιρίδης) και του Κωστίκ (Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος).

Στη δεκαετία του 1950, ανοίχτηκαν δύο κανάλια (ένα ανατολικά και το άλλο δυτικά), στις θέσεις δύο μικρών ρεμάτων που είχαν καθαρό τρεχούμενο νερό και από τα οποία είχαν ξεδιψάσει όλοι οι άνθρωποι μα και τα ζωντανά χωριού. Με τη διάνοιξη και την ευθυγράμμιση της κοίτης των ρεμάτων, ο υδροφόρος ορίζοντας έπεσε και δυστυχώς στις μέρες μας το νερό των καναλιών είναι μολυσμένο με κάθε λογής ρύπους.

Το 1956, κατόπιν ενεργειών του τότε προέδρου Ευστάθιο Ελευθεριάδη, διανοίχτηκε μία γεώτρηση βάθους περίπου 170 μέτρων πίσω από την Εκκλησία του χωριού. Το νερό που βρέθηκε, στάλθηκε στο χημείο του κράτους για να ελεγχθεί η καταλληλότητά του. Μετά την έγκριση του χημείου, Δημιουργήθηκε μία υπερυψωμένη δεξαμενή (υδραγωγείο), με την προοπτική να τροφοδοτήσει με πόσιμο νερό όλο το χωριό. Το νερό ανέβαινε στη δεξαμενή, αντλούμενο με πετρελαιοκίνητη μηχανή, εργασία την οποία επέβλεπε για πολλά χρόνια ο κύριος Κλεάνθης Τοπαλίδης. Τα πρώτα χρόνια που δεν είχε δημιουργηθεί ακόμη το δίκτυο ύδρευσης που θα πήγαινε το νερό στα σπίτια, ο κόσμος πήγαινε με τα κάρα και τα βαρέλια και φόρτωνε το νερό από το υδραγωγείο.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1958 ξεκίνησε η κατασκευή του δικτύου ύδρευσης με μέσα πρωτόγονα (γκασμά και φτυάρι) και με προσωπική εργασία των κατοίκων. Όλοι οι άνδρες ηλικίας 18 έως 65 ετών, ήταν υποχρεωμένοι να εργασθούν από 10 ημέρες ο καθένας χωρίς αμοιβή και γι’ αυτό και την λέγανε «αγγαρεία». Το έργο που θα παρήγαγε ο καθένας ανά ημέρα, οριζόταν ανάλογα με τη μορφολογία του εδάφους (κατ’ αποκοπήν) . Ο γραμματέας της κοινότητας κύριος Δημήτριος Μαυρίδης ήταν υπεύθυνος για να ορίζει την απαραίτητη καθημερινή εργασία του καθενός, για παράδειγμα σε εύκολο έδαφος 10 ή και 15 μέτρα, ενώ σε δύσκολο 5 μέτρα. Μόνο όταν έσκαβε τα μέτρα που είχαν οριστεί, μπορούσε να φύγει κάποιος από την αγγαρεία. Όσοι αδυνατούσαν να εργασθούν, μπορούσαν να εξαγοράσουν την αγγαρεία με 20 δραχμές την ημέρα (όσο κόστιζαν 4 καρβέλια ψωμί), ποσό που για κάποιους ήταν μεγάλο οπότε αναγκαζόταν να εργασθούν ενώ για άλλους αποτελούσε ευκαιρία για μεροκάματο και δούλευαν επιπλέον από τις απαραίτητες μέρες. Όλοι οι χωριανοί με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, ξεπλήρωσαν το κοινοτικό τους χρέος και το νερό έφτασε τρεχούμενο και πόσιμο στις ολοκαίνουργιες βρύσες των σπιτιών, στα τέλη της δεκαετίας του 60.

Δεν υπάρχουν σχόλια: