ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΕΙΡΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ















Αφού κτίστηκαν τα σπίτια, οι οικογένειες εγκαταστάθηκαν σε αυτά και ένιωσαν για πρώτη φορά μετά από χρόνια, ότι έχουν κάτι που τους ανήκει. Ρίχτηκαν λοιπόν με μεγαλύτερο ζήλο στη δουλειά, ώστε να καλύψουν σιγά σιγά και τις υπόλοιπές τους ανάγκες.











Αρχική μέριμνα της κάθε οικογένειας ήταν να αποκτήσει ένα ζευγάρι από μεγάλα ζώα (βόδια, αγελάδες ή βουβάλια). Με το ζευγάρι ξεχέρσωναν εκτάσεις και τις έσπερναν. Κύρια καλλιέργεια ήταν ο καπνός μία δύσκολη παραγωγή που έμαθαν με την άφιξή τους και την συνέχισαν αφού είχε αρχικά πολύ καλή τιμή πώλησης. Όσο όμως οι πρόσφυγες καλλιεργούσαν και η παραγωγή αυξανόταν, τόσο η τιμή πώλησής του έπεφτε. Το γεγονός αυτό δεν τους αποθάρρυνε και συνέχισαν να τον καλλιεργούν ελπίζοντας σε καλύτερες τιμές την επόμενη σοδειά. Επιπλέον καλλιεργούσαν σιτάρι για το ψωμί τους, καλαμπόκι και κριθάρι για ζωοτροφές, σουσάμι από το οποίο έβγαζαν λάδι και όσπρια για τη διατροφή τους.









Το 1931, έγινε η επίσημη διανομή του κλήρου σε κάθε οικογένεια, ανάλογα με τα μέλη της. Δόθηκαν τεμάχια σε κάθε οικογένεια από όλες τις περιοχές του χωριού ώστε μην αδικηθεί κανείς. Έτσι κάθε οικογένεια απέκτησε αγροτεμάχια στον αγγαθότοπο (τσαλίντερι), στους λόφους (μπαΐρια), στο βουβαλότοπο (μαντάμπουγα), στα καπνοχώραφα και στα αμπέλια. Επιπλέον δόθηκε και περίπου ένα στρέμμα κοντά στα σπίτια της κάθε οικογένειας για λαχανόκηπο.






Για τα αμπελοχώραφα, επιλέχθηκαν οι 3 λόφοι που βρίσκονται βορειοδυτικά από το κοιμητήριο του χωριού. Μέσα σε λίγα χρόνια, ο τόπος αυτός είχε μεταβληθεί σε επίγειο παράδεισο. Οι χωριανοί φύτεψαν εκεί τα αμπέλια τους και πολλά οπωροφόρα δέντρα. Αχλαδιές, κυδωνιές, αμυγδαλιές, δαμασκηνιές, μηλιές και πολλά άλλα δέντρα, χάριζαν τη σκιά και τους καρπούς τους στους χωριανούς. Ξεχωριστή θέση είχε το αμπέλι του Παπά Λάζαρου, που ήταν και το μεγαλύτερο. Είχε φυτέψει γύρω από το αμπέλι αγριοχαρουπιές με αγκάθια που τα κλαδιά τους τα χρησιμοποιούσαν και για περιφράξεις. Ποιος από τους χωριανούς δεν είχε φάει σταφύλια από του Παπά Λάζαρου το αμπέλι ή απίδια από την απιδιά του Παπαδόπουλου στο δρόμο του για τον αγκαθότοπο; Είχαν προσλάβει μάλιστα και φύλακα ώστε να προστατεύει τη σοδειά από κλέφτες ή από κοπάδια ζώων.

Η εποχή του τρύγου ήταν μεγάλη ευλογία και η σοδειά έφτανε για να χορτάσει ακόμη και τους πιο φτωχούς. Με το μούστο έφτιαχναν το κρασί της οικογένειας αλλά και πετμέζι και ρετσέλι. Το πετμέζι γίνονταν με το βράσιμο του μούστου και ήταν ένα γλυκό σιρόπι που αντικαθιστούσε κάποιες φορές τη ζάχαρη ή το μέλι. Μέσα στο πετμέζι που έβραζε, έριχναν και κομμάτια από κόκκινη κολοκύθα που είχαν μουλιάσει για ώρες σε ασβεστόνερο ώστε να παραμένουν τραγανά και έτσι παρασκεύαζαν το ρετσέλι, το γλυκό που γλύκαινε τις κοπιαστικές τους μέρες.

Τα αμπέλια δυστυχώς με το πέρασμα των ετών εγκαταλείφθηκαν και σήμερα το μόνο που έχει απομείνει είναι οι αγριοχαρουπιές που ορίζουν το παλιό αμπέλι του Παπά Λάζαρου. Από επίγειος παράδεισος, έγιναν ανεπίσημος σκουπιδότοπος. Όταν τύχει και περάσω από εκεί μελαγχολώ, αναλογιζόμενος την ομορφιά που υπήρξε κάποτε εδώ σε σύγκριση με την ασχήμια του σήμερα.

Μία μεγάλη πηγή πλούτου για όλον τον κάμπο της Ξάνθης ήταν το μεγάλο δάσος στο δέλτα του Νέστου (Κοτζά Ορμάν). Από τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς, με τα κάρα τους όλοι οι χωριανοί πήγαιναν στο δάσος για να κόψουν ξύλα ώστε να αντιμετωπίσουν το κρύο του χειμώνα και να μαγειρέψουν το καθημερινό φαγητό. Η εξόρμηση για ξυλεία γινόταν συνήθως με παρέες γειτόνων και διαρκούσε περίπου δύο μέρες. Από την ξυλεία του Κοτζά Ορμάν ζεστάθηκαν για δεκαετίες όλα τα χωριά του κάμπου και χτίστηκαν οι στάβλοι, οι αχυρώνες και οι αποθήκες των προσφύγων.

Το δάσος αναπλήρωνε της απώλειες από την υλοτομία, καθώς αναπτυσσόταν εύκολα λόγω του Δέλτα του ποταμού που είχε έδαφος εύφορο και πολύ υγρασία. Οι λεύκες που κυρίως το αποτελούσαν (μαύρα καβάκια), έφταναν σε πολύ μεγάλα μεγέθη ώστε 5 ή 6 άντρες δεν μπορούσαν να αγκαλιάσουν τον κορμό τους. Οι κισσοί και οι φτέρες ανάμεσα στα δέντρα, έκαναν το δάσος απροσπέλαστο και το έκαναν το τέλειο καταφύγιο για πολλά άγρια ζώα. Για τις παραπάνω αρετές του, το μεγάλο δάσος αποτέλεσε το καταφύγιο για τους αντάρτες κατά τη διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου. Τότε έγιναν πολλές προσπάθειες εμπρησμού του δάσους στα πλαίσια της δίωξης των ανταρτών, οι οποίες όμως απέτυχαν να το καταστρέψουν, λόγω της υψηλής του υγρασίας. Έτσι επιβίωσε έως τα μέσα της δεκαετίας του 1960, οπότε οι κρατικές αρχές το εκρίζωσαν με μηχανικά μέσα. Εκεί που έστεκε κάποτε αγέρωχο, τώρα συναντά κανείς χωράφια και την Αμερικανική βάση του Δασοχωρίου. Ελάχιστα απομεινάρια του παλιού μεγαλείου έχουν μείνει παράλληλα στην κοίτη του Νέστου.



Δεν υπάρχουν σχόλια: